Powered By Blogger

6 Μαΐου 2021

Ρωσία - Rosia

https://gli-pedia.blogspot.com/2021/05/rosia.html

  Ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση κράτη. Εκτείνεται σε δύο ηπείρους, στην ανατολική Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ρωσία) και στη βορειοδυτική Ασία.  .  .  .

 

Έκταση :  17.075.400 τ. χλμ.

Πληθυσμός :  146.748.590 κάτ.

Πρωτεύουσα :   Μόσχα  (12.325.387 κάτ.)

Πολίτευμα :  Ομοσπονδιακή δημοκρατία

Θρησκεία :  Χριστιανισμός (ορθόδοξοι), ισλαμισμός κ.ά.

Γλώσσα :  Ρωσική, γλώσσες των μειονοτήτων.

Νόμισμα :  Ρούβλι

 

ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

 

Η Ρωσία βόρεια βρέχεται από τον Αρκτικό ωκεανό, ανατολικά από τον Ειρηνικό ωκεανό, δυτικά από τη Βαλτική θάλασσα, νότια από την Αζοφική και την Κασπία θάλασσα, ενώ συνορεύει δυτικά με τη Νορβηγία, τη Φιλανδία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, και νότια με τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, τη Μογγολία και την Κίνα. Στη Ρωσία ανήκει επίσης τμήμα των ακτών της Βαλτικής μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας.

Το γεωγραφικό ανάγλυφό της αποτελείται από δύο τεράστιες προσχωσιγενείς πεδιάδες, τις οποίες διαρρέουν μεγάλοι ποταμοί και οι οποίες χωρίζονται από τα Ουράλια, που με μέγιστο ύψος 1.894 μ. αποτελούν τα παραδοσιακά σύνορα Ευρώπης και Ασίας.

Η μεγάλη πεδιάδα της Βόρειας Ευρώπης εκτείνεται δυτικά των Ουραλίων, από τις ακτές του Αρκτικού ωκεανού ως τον Εύξεινο Πόντο, την Κασπία θάλασσα και τον Καύκασο (υψ. 5.642 μ.). Η τεράστια αυτή πεδιάδα διαρρέεται από μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Ουράλης, που εκβάλλουν στην Κασπία θάλασσα, ο Δον (Ντον), που εκβάλλει στην Αζοφική θάλασσα –πλωτοί ποταμοί, που δημιουργούν τεράστιο πλέγμα υδάτινων δρόμων μήκους 124.000 χλμ.–, οι ποταμοί Ονέγκα, Βόρειος Ντβίνα, Μέζεν και Πετσόρα, που εκβάλλουν στον Αρκτικό ωκεανό.

Ανατολικά των Ουραλίων εκτείνεται η πεδιάδα της Δυτικής Σιβηρίας, την οποία διαρρέουν επίσης μεγάλοι ποταμοί, όπως ο Ομπ και ο Γενισέι. Ανατολικά του Γενισέι υψώνονται εκτεταμένα οροπέδια ως τον επίσης μεγάλο ποταμό Λένα. Είναι η μεταβατική ζώνη προς τη μακρινή Άπω Ανατολή, όπου υψώνονται τεράστιοι ορεινοί φραγμοί, με τις οροσειρές Γιάμπλονοβι, Στάνοβοϊ, Βερνογιάνσκ, Τσέρσκοβο, Κολίμα, Σραντίνι κ.ά. Νότια υψώνονται τα όρη Σαγιάν και Αλτάια. Στις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού σχηματίζονται η μεγάλη χερσόνησος Καμτσάτκα και το νησί Σαχαλίνη. Βορειότερα η Ασιατική Ρωσία αγγίζει την Αμερική (Αλάσκα), από την οποία τη χωρίζει ο Βερίγγειος πορθμός.

Κυριότερες ρωσικές λίμνες είναι στην Ευρωπαϊκή Ρωσία η Λαντόγκα, η Ονέγκα κ.ά. και στην ασιατική Ρωσία η Βαϊκάλη κ.ά. Στα σύνορα Ευρώπης-Ασίας βρίσκεται η Κασπία θάλασσα. Η επιφάνειά της (424.000 τ. χλμ.) βρίσκεται 28 μ. χαμηλότερα από τη στάθμη των ωκεανών και του γειτονικού της Εύξεινου Πόντου και τα νερά της είναι αλμυρά.

Το κλίμα της Ρωσίας είναι κατεξοχήν ψυχρό ηπειρωτικό έως πολικό σε μεγάλη ζώνη του βορρά, από τη Λευκή θάλασσα ως το Βερίγγειο πορθμό. Ωστόσο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία λόγω του μεγάλου γεωγραφικού πλάτους, των ωκεανών και του προσανατολισμού του ανάγλυφου και από ψυχρό πολικό στο βορρά καταλήγει σε θερμό ημιερημικό στο νότο. Οι ίδιοι λόγοι ορίζουν και τη διάταξη της βλάστησης, στην οποία διακρίνονται διαδοχικά από βορρά προς νότο η τούνδρα, η τάιγκα, η ζώνη των φυλλοβόλων δένδρων, η δεντρώδης στέπα και οι ημιερημικές περιοχές.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

Η γεωργία αποτελούσε πάντοτε τη σημαντικότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα που παράγονται είναι πατάτες, ζαχαρότευτλα, σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, καλαμπόκι, σιτηρά, φρούτα, λαχανικά κ.ά. Εκτρέφονται πρόβατα, βοοειδή, χοίροι κ.ά.

Η βιομηχανία αλιευμάτων της Ρωσίας είναι από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Η δυνατότητα εκμετάλλευσης τριών ωκεανών και πολυάριθμων λιμνών και ποταμών δίνει στη Ρωσία εκατομμύρια τόνους αλιευμάτων κάθε χρόνο.

Ιδιαίτερα σημαντικός οικονομικός παράγοντας είναι η δασοκομία και η παραγωγή προϊόντων ξυλείας, καθώς μεγάλες εκτάσεις της χώρας καλύπτονται από δάση.

Η Ρωσία διαθέτει τεράστιες ενεργειακές πηγές και αξιόλογο ορυκτό πλούτο. Το φυσικό αέριο αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή ενέργειας της Ρωσίας, ενώ οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί προσφέρουν φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, η οποία ευνόησε τη βιομηχανική ανάπτυξη. Υπάρχουν σημαντικά αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, σιδηρομεταλλευμάτων, γαιάνθρακα, αλουμίνιου, αρσενικού, χαλκού, χρυσού κ.ά.

Η βιομηχανική δραστηριότητα της χώρας περιλαμβάνει εργοστάσια μηχανοκατασκευών, τροφίμων, ενδυμάτων, αεροσκαφών, χημικών, ναυπηγεία κ.ά.

Ο τουρισμός είναι επίσης σημαντική οικονομική πηγή για τη χώρα, καθώς διαθέτει αξιόλογα μνημεία, μουσεία, θέατρα και τα παράλια της Μαύρης θάλασσας προσφέρονται για διακοπές. Δημοφιλείς είναι οι κρουαζιέρες στο Βόλγα, όπως επίσης και ο χειμερινός τουρισμός στον Καύκασο.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

Η Ρωσία αποτελείται από δύο μεγάλες περιοχές, την Ευρωπαϊκή και την Ασιατική, οι οποίες διακρίνονται όχι μόνο γεωφυσικά, αλλά και για τη διαφορετική ιστορική εξέλιξη των λαών τους.

Η Ρωσία, όπως είναι φυσικό λόγω της τεράστιας έκτασής της, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία λαών, ανομοιογενώς κατανεμημένων, μερικοί από τους οποίους διατηρούν ακόμη βαθιά ριζωμένη την εθνική τους ταυτότητα, παρά τις αλλαγές που υπέστησαν οι διάφορες εθνότητες από τις μεγάλες μεταναστεύσεις και μετοικήσεις, πολλές από τις οποίες επιβλήθηκαν αναγκαστικά από το σταλινικό καθεστώς. Η Ρωσία αριθμεί περίπου 100 εθνότητες από τις οποίες οι Ρώσοι, Σλάβοι στην καταγωγή, αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (82% περίπου). Ωστόσο στο αχανές ρωσικό έδαφος, κατοικούν και άλλοι λαοί: Φιννοούγγροι, κατανεμημένοι στη Δυτική Σιβηρία και τη Βόρεια Ευρασία, Τάταροι, στις στέπες της νότιας Ρωσίας και το συγγενικό φύλο των Μογγόλων, που κατανέμονται στη νοτιοανατολική Σιβηρία (μια μογγολική φυλή, οι Καλμούκοι, ζουν στα νοτιοδυτικά του Βόλγα και μια άλλη, οι Μαντσού, στην ανατολική Σιβηρία). Άλλες σημαντικές εθνότητες είναι οι Ουκρανοί, οι Λευκορώσοι, οι Γεωργιανοί, οι Αρμένιοι, οι Έλληνες, που ζουν κυρίως στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, οι Γερμανοί του Βόλγα, απόγονοι γεωργών που εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία μετά το 18ο αι., οι Εβραίοι, οι Μολδαβοί, οι Τσουβάσοι και άλλες πολλές μειονότητες, πληθυσμοί που αναμείχθηκαν στα πλαίσια της τσαρικής Ρωσίας και κυρίως της Σοβιετικής Ένωσης.

Εκτός από την πρωτεύουσα Μόσχα, άλλες μεγάλες πόλεις στην Ευρωπαϊκή Ρωσία είναι η Πετρούπολη (4.232.000 κάτ.), ιστορική πρωτεύουσα των τσάρων, το Νίζνι Νόβγκοροντ (1.438.000 κάτ.), το Βολγκογκράντ, το Ροστόφ να Ντον, η Σαμάρα, το Καζάν κ.ά., ενώ στην Ασιατική Ρωσία το Νοβοσιμπίρσκ (1.398.800 κάτ.), το Αικατερίνμπουργκ (1.367.000 κάτ.), το Τσελιαμπίνσκ (1.143.000 κάτ.), το Ομσκ (1.160.000) κ.ά.


ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

Η αρχαία τέχνη στη Ρωσία ονομάζεται ελληνοσκυθική και αναπτύχθηκε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Ακολουθεί η βυζαντινή (11ος-15ος αι.), επειδή η Εκκλησία της Ρωσίας επηρεάστηκε από το Βυζάντιο, στο οποίο η Ρωσία οφείλει την πνευματική της οντότητα. Αργότερα, στην τέχνη της Μόσχας (16ος-17ος αι.), η οποία γεννήθηκε υπό την επίδραση της ιταλικής σχολής, κυριαρχεί η αντικατάσταση του ξύλου από την πέτρα και το ρωσικό μπαρόκ. Στην τέχνη της Πετρούπολης (18ος αι.), η οποία δημιουργήθηκε όταν κτίστηκε η νέα πρωτεύουσα της Ρωσίας από το Μεγάλο Πέτρο, κυριαρχεί η απομίμηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, κυρίως της ιταλικής, αφού Ιταλοί αρχιτέκτονες ήταν αυτοί που σχεδίασαν και υλοποίησαν τα σχέδια του Μεγάλου Πέτρου. Στη ρομαντική φάση της ρωσικής τέχνης (18ος-19ος αι.) οικοδομήθηκαν κτίρια στο νεοκλασικό ύφος. Τέλος στη σοβιετική τέχνη, περίοδο κατά την οποία κυριάρχησε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, οι καλλιτέχνες, στα λίγα διαστήματα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, αναζητούσαν νέους τρόπους έκφρασης.


Λογοτεχνία :   Στην αρχή της εμφάνισής της η ρωσική γραμματεία ήταν καθαρά εκκλησιαστική. Τα πρώτα κείμενα που εμφανίζονται είναι γραμμένα στην παλαιοεκκλησιαστική σλαβική γλώσσα και αποδίδονται στους εμπνευστές της γλώσσας αυτής, στους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο. Η γλώσσα αυτή, στους δύο πρώτους αιώνες μετά τον εκχριστιανισμό των Ρώσων, χρησιμοποιήθηκε ως λογοτεχνικό όργανο και σε αυτήν μεταφράστηκαν τα βυζαντινά θρησκευτικά κείμενα. Οι πρώτοι Ρώσοι συγγραφείς, κυρίως κληρικοί και μοναχοί, επεξεργάστηκαν τα βυζαντινά πρότυπα και έτσι παρήγαγαν τη ρωσική λογοτεχνία. Τα πρώτα ιστορικά κείμενα, κυρίως χρονικά, εμφανίστηκαν τον 11ο αι., ενώ ξεχωρίζει το θεωρούμενο ως εθνικό ποίημα της ρωσικής γραμματείας, το ανώνυμο έπος «Λόγος για το στρατό του Ιγκόρ», που χρονολογείται γύρω στα 1185-1187 και είναι το πρώτο ρωσικό έμμετρο κείμενο που καλεί τους Ρώσους σε ενότητα και σύμπνοια.

Οι Ρώσοι αντιμετώπισαν την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) ως κάλεσμα του Θεού προς αυτούς να αναλάβουν την υποστήριξη των ορθοδόξων και η Μόσχα, που την περίοδο αυτή βρίσκεται σε ανοδική πορεία και φιλοδοξεί να απελευθερώσει τη Ρωσία από τον ταταρικό ζυγό, αυτοαποκαλείται «η Τρίτη Ρώμη». Η θρησκευτική γραμματεία θα κυριαρχήσει πάντως μέχρι το 17ο αι., παραμένοντας στον κύκλο των βίων αγίων και άλλων αγιολογικών κειμένων, των χρονικών και των συρραφών, όπως είναι η «Ζωή του Αββακούμ». Υπάρχουν πάντως και κάποια κοσμικά κείμενα, αμφίβολης καλλιτεχνικής αξίας αλλά σημαντικότατες ιστορικές μαρτυρίες αφού αποσαφηνίζουν πολλά σκοτεινά σημεία της εποχής τους, όπως είναι «Το ταξίδι από τις θάλασσες» του Νικίτιν (15ος αι.), στο οποίο ο συγγραφέας αφηγείται το ταξίδι του στις χώρες της Ινδίας, «Η αλληλογραφία του Ιβάν του Τρομερού με τον πρίγκιπα και αργότερα μοναχό Κουρμπέκι», που είναι ένα θαυμάσιο κείμενο κριτικής των αυθαιρεσιών του τσάρου Ιβάν του Τρομερού, «Η ιστορία του Πέτρου και της Φεβρωνίας», που είναι η πρώτη προσπάθεια απόδοσης της ρωσικής ζωής του 15ου αι.

Πατέρας της ρωσικής επιστήμης και του πολιτισμού θεωρείται ο Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Λομονόσοφ (18ος αι.), μια πολυσχιδής προσωπικότητα που επηρέασε καθοριστικά, κατά το 18ο αιώνα, τη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Είναι η εποχή που οι ιδέες του διαφωτισμού αγκάλιασαν πλατιά στρώματα των Ρώσων διανοουμένων και η Γαλλία πρόβαλε ως πρότυπο της καλλιτεχνικής ζωής.

Στις αρχές του 19ου αι. εμφανίστηκε το μεγάλο καλλιτεχνικό (και όχι μόνο) κίνημα του ρομαντισμού. Αργότερα, και μετά τους πολέμους με το Ναπολέοντα, η ρωσική εθνική συνείδηση κατακλύζει τους συγγραφείς. Την εποχή αυτή η ρωσική λογοτεχνία εμφανίζει μεγάλους ποιητές και πεζογράφους, που την ανύψωσαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα παρέχοντάς της τη δυνατότητα να συναγωνιστεί λογοτεχνικές σχολές με μακροχρόνια παράδοση. Αντιπροσωπευτική μορφή της εποχής και του ρωσικού πνεύματος είναι ο Αλ. Πούσκιν (1799-1837), ο «πατέρας της ρωσικής λογοτεχνίας», το έργο του οποίου επηρέασε όλες τις μετέπειτα γενιές Ρώσων λογοτεχνών. Πλάι στον Πούσκιν ο Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λέρμοντοφ (19ος αι.), που ασχολήθηκε με τις εσωτερικές ανησυχίες του ανθρώπου και ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (19ος αι.) που ερεύνησε και σατίρισε τη σύγχρονή του κοινωνία. Δίπλα στον Ιβάν Σεργκέεβιτς Τουργκένιεφ συναντάμε τους δύο κλασικούς συγγραφείς της Ρωσίας, στους οποίους ανακαλύπτει κανείς ολόκληρη τη χώρα και τους ανθρώπους της. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Λέων Τολστόι είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς της ρωσικής λογοτεχνίας. Όχι μακριά από το κεντρικό πνεύμα του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι βρίσκεται ο θεατρικός συγγραφέας Α. Τσέχοφ. Η μετεπαναστατική εποχή με τα ποικίλα ενδιαφέροντά της και τις πολλές τάσεις της εκπροσωπείται από τους Μαξίμ Γκόρκι, Αλεξάντρ Σεραφείμοβιτς, Βλαντιμίρ Κορολένκο, Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, Νικολάι Οστρόφσκι, Ντιμίτρι Φουρμάνοβ, Αλ. Τολστόι, Έρεμπουργκ, Μιχαήλ Σολόχοφ, Ευγ. Γιεφτουσένκο κ.ά.


Θέατρο :   Ο πρώτος θεατρικός οργανισμός δημιουργήθηκε στη Ρωσία το 1672, όταν ο τσάρος Αλέξιος απαίτησε να δημιουργηθεί στην αυλή του ένα μόνιμο θέατρο. Αργότερα, την εποχή της Αικατερίνης Β’, το ρωσικό θέατρο κατευθύνθηκε στην απομίμηση το γαλλικού. Το ρωσικό θέατρο στην υψηλότερη μορφή του εμφανίστηκε το 19ο αι., υπό την επιρροή των φιλελεύθερων ιδεών των Ρώσων συγγραφέων. Σε γενικές γραμμές, το 19ο αι. το ρωσικό θέατρο μιμήθηκε το ευρωπαϊκό και απομακρύνθηκε από το εθνικό. Η πρώτη μεγάλη παρωδία «Μπορίς Γκοντουνόφ» γράφτηκε από τον Πούσκιν, εκδόθηκε στα 1830, αλλά παίχτηκε για πρώτη φορά το 1870. Σταθμός στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου είναι το έργο και η προσφορά του Γκόγκολ. Ο Γκόγκολ αντικατέστησε τη διαμάχη μεταξύ κλασικισμού και ρομαντισμού με την αντίθεση μεταξύ ρομαντισμού και ρεαλισμού. Στη ρομαντική σχολή αντιπροσωπευτική μορφή είναι ο Ιβάν Σεργκιέγιεβιτς Τουργκένιεφ, ενώ αντιπροσωπευτική μορφή της ρεαλιστικής σχολής είναι ο Λέων Τολστόι. Μεγάλος σταθμός στο ρωσικό θέατρο είναι η ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης από τους Στανισλάφσκι και Νεμίροβιτς-Ντάντσενκο.

Ο πρώτος δημιούργησε και ερμηνευτική θεατρική μέθοδο, που ακολουθείται στις περισσότερες θεατρικές σχολές του κόσμου. Ο Α. Τσέχοφ, πασίγνωστος θεατρικός συγγραφέας, με το «Γλάρο» έφτασε στο αποκορύφωμα της τέχνης του. Μετά την επανάσταση του 1917 επικράτησε αρχικά μεγάλη ελευθερία, που βαθμιαία άρχισε να υποχωρεί μπροστά στις κομματικές αποφάσεις και το ρεύμα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Μόνο μετά το 20ό συνέδριο του κομουνιστικού κόμματος (κατά την περίοδο του Κρούστσεφ) το ρωσικό θέατρο ξέφυγε από το κλίμα της λογοκρισίας και των κομματικών κατευθύνσεων.


Κινηματογράφος :   Γενικά, ο σοβιετικός κινηματογράφος, πιστός στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αναζητούσε την έξαρση των εθνικών στοιχείων και όλων εκείνων που παρουσιάζουν την επαναστατική νοοτροπία. Σταθμός στο σοβιετικό κινηματογράφο είναι το έργο του Σ. Αϊζενστάιν «Το θωρηκτό Ποτέμκιν» (1926), όπου εκφράζονται οι ιδέες της επανάστασης του 1917, σε βουβή ταινία υψηλού τεχνικού επιπέδου. Στο μεταξύ, ο Β. Πουντόβκιν ασχολήθηκε με την επανάσταση του 1905 στο έργο του «Θύελλα στην Ασία» (1928). Στην παγκόσμια ιστορία του κινηματογράφου χαρακτηριστική θέση κατέχουν τα παρακάτω έργα, αντιπροσωπευτικά της μετεπαναστατικής εποχής της ΕΣΣΔ: τα έργα του Αϊζενστάιν «Αλέξανδρος Νιέφσκι» (1938) και «Ιβάν ο Τρομερός» (1945), τα έργα του Πουντόβκιν «Σουβόροφ» (1941) και «Ναύαρχος Μαξίμοφ» (1945), το έργο του Πετρόφ «Ο Μέγας Πέτρος» (1945) και το έργο του Ντονσκόι «Η τριλογία του Γκόρκι» (1938-1940). Μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο τα θέματα του κινηματογράφου παρουσιάζουν το μεγάλο αγώνα των Σοβιετικών κατά του ναζισμού, όπως η ταινία του Πετρόφ «Η μάχη του Στάλινγκραντ» (1949) και η ταινία του Σαβτσένκο «Το τρίτο χτύπημα» (1949), που παρουσιάζει τη μάχη της Κριμαίας. Μεγάλη προσπάθεια καταβλήθηκε μέχρι τη δεκαετία του ’80 για την εκλαΐκευση επιστημονικών θεμάτων για τη ζωή στο σοσιαλιστικό καθεστώς και για τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα στην ΕΣΣΔ. Ωστόσο στην ΕΣΣΔ εμφανίστηκαν στην εικοσαετία 1965-1985 δύο από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου παγκοσμίως, οι οποίοι κυνηγήθηκαν και οι δύο από το κομουνιστικό καθεστώς, ο Αντρέι Ταρκόφσκι (1932-1986) και ο Σεργκέι Παρατζανόφ (1924-1988). Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος ο κινηματογράφος, όπως και όλη η καλλιτεχνική ζωή της Ρωσίας, έπεσε σε παρακμή. Σταδιακά πάντως ο κινηματογράφος επανέρχεται στα προγενέστερα επίπεδα. Σημαντικότερος κινηματογραφιστής της μετασοβιετικής περιόδου θεωρείται ο Νικίτα Μιχάλκοφ (1945), από το έργο του οποίου παρελαύνει ολόκληρη η ιστορία της σοβιετικής περιόδου.


Μουσική :   Η Ρωσία έχει μια τεράστια μουσική παράδοση, που συνεχίστηκε σε όλες τις φάσεις της ιστορικής της διαδρομής. Ξεκινώντας από την εκκλησιαστική μουσική, η οποία επηρεάστηκε σαφώς από τη βυζαντινή, και περνώντας αργότερα από την εκκλησιαστική μουσική που επηρεάστηκε από την ιταλική μουσική, φτάνουμε στην κοσμική μουσική, λόγια και λαϊκή, του 18ου και κυρίως του 19ου αιώνα. Ο εξευρωπαϊσμός της Ρωσίας αποτυπώνεται στη μουσική με την ίδρυση της ρωσικής μουσικής σχολής, που το 19ο αιώνα πρόσφερε σημαντικούς μουσουργούς, παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως οι Τσαϊκόφσκι, Μποροντίν, Ρίμσκι-Κορσάκοφ και Γκλίνκα. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα (Στραβίνσκι), ενώ μετά την επανάσταση του 1917 κυριάρχησαν ο Σεργκέι Προκόφιεφ και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς και μουσικοί όπως ο Ρίχτερ, ο Ροστροπόβιτς (που διέφυγε στη Δύση), ο Ραχμάνινοφ και πολλοί άλλοι. Η μουσική κίνηση στη Ρωσία συνεχίζει να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δίκαια ο ρωσικός λαός θεωρείται από τους πλέον καλλιεργημένους σε μουσικό επίπεδο.


Ζωγραφική :Η σοβιετική ζωγραφική χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό συνυφασμένο με τα γεγονότα της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής με ήρωες της επανάστασης του 1917. Οι ήρωες αυτοί ήταν οι απλοί εκπρόσωποι του λαού που συνέβαλαν στην επικράτηση του σοσιαλισμού. Οι ιθύνοντες της ΕΣΣΔ προέβαλλαν διαρκώς τη φράση του Λένιν στις συνομιλίες του με τον Κ. Ζέτκιν: «Η τέχνη ανήκει στο λαό». Πάντως τη δεκαετία 1980-1990 οι νέοι τουλάχιστον ζωγράφοι εγκατέλειψαν τα καθιερωμένα πλαίσια αναζητώντας νέους εκφραστικούς δρόμους.

Χορός :   Ο χορός, στενά συνδεδεμένος με τη μουσική, παρουσίασε μεγάλη ανάπτυξη στη Ρωσία που συνεχίζεται και στη σύγχρονη εποχή. Η Ρωσία είναι από τα λίγα κράτη παγκοσμίως, στα οποία ο χορός θεωρείται λαϊκή τέχνη και το μπαλέτο καλλιεργείται ανεξάρτητα από κοινωνικές τάξεις. Ο Μεγάλος Πέτρος εισήγαγε το 17ο αιώνα το μπαλέτο στη ρωσική αυλή. Στην ανάπτυξη του ρωσικού μπαλέτου συνέβαλαν πολλοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί. Ρώσοι χορευτές όπως ο αξεπέραστος Νιζίνσκι και η Άννα Πάβλοβα και χορογράφοι όπως ο Φοκίν επηρέασαν την ίδια την έννοια του χορού και άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στο παγκόσμιο μπαλέτο. Μετά το 1917 ιδρύθηκαν πολλές κρατικές σχολές χορού στην ΕΣΣΔ, στις οποίες μαθήτευσαν χορευτές παγκόσμιας φήμης, όπως ο Νουρέγιεφ, ο Μπαρίσνικοφ και η Ουλιάνοβα. Τα μπαλέτου του θεάτρου Κίροφ της Πετρούπολης, του Μπολσόι στη Μόσχα και του Λαϊκού Θεάτρου Τέχνης είναι πασίγνωστα σε όλο τον κόσμο.

https://gli-pedia.blogspot.com/2021/05/rosia.html



          ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

Ρωσική αυτοκρατορία.   Η περιοχή που αποκαλείται Ρωσία κατοικήθηκε από την παλαιολιθική περίοδο ακόμα. Κατά την αρχαιότητα, στις περιοχές βόρεια του Εύξεινου Πόντου ζούσαν σκυθικά φύλα, τα οποία είχε επισκεφθεί ο Ηρόδοτος και τα περιγράφει στις ιστορίες του. Στις περιοχές της ρωσικής στέπας εμφανίστηκαν κατόπιν οι Σαρμάτες και αργότερα πλήθος άλλων λαών πέρασαν απ’ αυτές τις απέραντες πεδιάδες πηγαίνοντας προς τα δυτικά (Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Μαγυάροι). Απ’ όλους αυτούς τους λαούς σημαντικότεροι υπήρξαν οι Χάζαροι, που στα τέλη του 8ου αι. μ.Χ. δημιούργησαν ένα ισχυρό κράτος στη νότια Ρωσία και ήλθαν σε επικοινωνία με τους Βυζαντινούς. Το κράτος αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη περίπου του 10ου αιώνα. Αντίθετα, στην περιοχή του μέσου Βόλγα εγκαταστάθηκαν βουλγαρικά φύλα, ενώ την ίδια περίπου εποχή η νότια αυτή περιοχή κατακλύστηκε από σλαβικά φύλα, οι οποίοι σε όλη την προηγούμενη περίοδο ζούσαν στις βόρειες ζώνες, κυρίως στη Σιβηρία. Αυτά τα φύλα των «ανατολικών Σλάβων» είναι οι πρόγονοι των Ρώσων, των Ουκρανών και των Λευκορώσων.

Η ιστορία των Ρώσων αρχίζει τον 9ο αι. μ.Χ., όταν τα σλαβικά φύλα κυριάρχησαν στην περιοχή μεταξύ της Βαλτικής και του Εύξεινου Πόντου. Με τους πολλούς ποταμούς που διέρρεαν όλη αυτή την αχανή έκταση οι Σλάβοι μπορούσαν να διακινούν τα προϊόντα τους και να μετακινούνται οι ίδιοι. Από βορρά οι Σλάβοι αντιμετώπιζαν τις επιδρομές των Βαράγγων (εξελληνισμένη λέξη για τους Σκανδιναβούς Βίκιγκς) και έτσι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε διάφορες διευθύνσεις. Ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο γούνας, οι Σλάβοι δημιούργησαν δύο σημαντικά εμπορικά κέντρα, το Νόβγκοροντ στη βόρεια Ρωσία και το Κίεβο. Στο Νόβγκοροντ η παράδοση, όπως αποτυπώνεται στα ρωσικά χρονικά της εποχής, μιλάει για τον Βαράγγο Ρούρικ που έφτασε στην πόλη (862) προσκεκλημένος από τους κατοίκους για να διευθετήσει τις διαφορές τους. Ο Ρούρικ επέλυσε με ειρηνικό τρόπο τα προβλήματα και ίδρυσε τη δυναστεία του. Έτσι, η χρονιά του 862 θεωρείται η απαρχή της ρωσικής αυτοκρατορίας. Η λέξη Ρωσία προέρχεται από το όνομα Ρως με το οποίο οι πηγές αποκαλούν αρχικά τους Βαράγγους, αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στους Σλάβους, και σημαίνει η «χώρα των Ρως». Ο διάδοχος του Ρούρικ Ολέγκ μετακινήθηκε στο Κίεβο το 882 και ονόμασε την πόλη πρωτεύουσα του κράτους του.

Το πρώτο οργανωμένο ρωσικό κράτος είναι το κράτος της Ρωσίας του Κίεβου, που έζησε μέχρι το 1169. Ο Ολέγκ ένωσε τους Σλάβους, ενώ οι διάδοχοί του τούς απάλλαξαν από την κυριαρχία των Χαζάρων. Την ίδια εποχή χρονολογούνται οι πρώτες επαφές τους με τους Βυζαντινούς και το 911 υπογράφτηκε η πρώτη εμπορική συμφωνία Ρώσων και Βυζαντινών, με την οποία ξεκινάει η επιρροή του Βυζαντίου στους Ρώσους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι σχέσεις τους ήταν πάντα ειρηνικές. Πράγματι σημειώθηκαν κάποιες επιδρομές των Ρώσων κατά του Βυζαντίου, πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη και αποχώρησαν αφού συμφώνησαν να πάρουν μεγάλα λύτρα, αλλά στην κρίσιμη μάχη της Πρεσθλάβας ο τσάρος Σβιατοσλάβος συνετρίβη από τον Ιωάννη Τσιμισκή και οι Ρώσοι υποχώρησαν εγκαταλείποντας το όνειρο να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη.

Αργότερα όμως τα δύο κράτη ήλθαν ξανά σε συνεννόηση και η αδελφή του Βασιλείου Β’ Άννα παντρεύτηκε το Ρώσο βασιλιά Βλαντίμιρ (989) υπό τον όρο ο τελευταίος να ασπαστεί τον χριστιανισμό. Οι Ρώσοι έγιναν πιστοί Χριστιανοί και παράλληλα υπέστησαν την πολιτιστική επιρροή του Βυζαντίου, η οποία διατηρείται μέχρι και στη σύγχρονη εποχή. Η ιστορία της Ορθοδοξίας θα ήταν εντελώς διαφορετική αν οι Ρώσοι δεν είχαν επιλέξει να την ασπαστούν.

Από τα μέσα του 11ου αι. το Κίεβο έπαψε να είναι το πολιτικό κέντρο της Ρωσίας και η επιρροή του διασπάστηκε σε περισσότερες πόλεις, καμιά από τις οποίες όμως δεν μπέρεσε να επιβληθεί στις άλλες. Διάφορα πριγκιπάτα ιδρύονται εδώ και εκεί (Γαλικία, Βολινία, Τσέρνιγκοφ, Σούζνταλ, Σμολένσκ, Πόλατσκ, Νόβγκοροντ), και τελικά το 1169 ο πρίγκιπας του Σούζνταλ Ανδρέας Μπογκολούμπσκι κατέλαβε το Κίεβο και μετέφερε το πολιτικό κέντρο στην πόλη του Βλαντίμιρ. Η Ρωσία ήταν πια μια χαλαρή ομοσπονδία πόλεων-κρατών, που είχαν κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο, αλλά πολιτικά ήταν ανεξάρτητα μεταξύ τους.

Στα μέσα του 13ου αιώνα (1240) η Ρωσία περιήλθε στο ζυγό των Τατάρων επιδρομέων. Οι Τάταροι (μογγολικό φύλο) κατάστρεψαν όλες σχεδόν τις μεγάλες ρωσικές πόλεις και διατήρησαν την εξουσία τους για δύο περίπου αιώνες. Η αυτοκρατορία της Χρυσής Ορδής κράτησε τα νότια και τα ανατολικά τμήματα της Ρωσίας μέχρι το 1480. Ήταν δύο αιώνες πλήρους σκότους για τη Ρωσία και ο ταταρικός ζυγός αποτέλεσε ιστορικό πλήγμα για τη ρωσική υπερηφάνεια.

Ενώ η Λευκορωσία και η Ουκρανία περιήλθαν στο βασίλειο της Λιθουανίας, η ΝΑ Ρωσία πήρε τα πρωτεία στον πολιτικό τομέα. Μετά την εποχή της ακμής του Τβερ, από τα μέσα του 14ου αιώνα η Μόσχα υπερίσχυσε επί των άλλων πόλεων, θέτοντας τις βάσεις για την εγκαθίδρυση του πριγκιπάτου της Μοσχοβίας. Αν και ήταν υποτελείς των Τατάρων, οι Μοσχοβίτες πρίγκιπες κατάφεραν να αναπτυχθούν απρόσκοπτα. Η Μόσχα αποτέλεσε το κέντρο της ρωσικής ενοποίησης (μέσω της κατάληψης των άλλων σημαντικών ρωσικών δουκάτων) και της αντίστασης κατά των Τατάρων. Σταδιακά η Μόσχα επέκτεινε την κυριαρχία της σε όλη τη Ρωσία, εκτός των νοτιοανατολικών περιοχών όπου βρίσκονταν ακόμα οι Τάταροι. Πάντως η υποτέλεια προς τους τελευταίους είχε αποτιναχθεί. Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ιστορία της «μοσχοβίτικης» περιόδου της Ρωσίας είναι η βασιλεία του Ιβάν του Τρομερού ή Ιβάν Δ’ (1533-1584), που κέρδισε αυτόν τον τίτλο γιατί στα 1570, όταν οι κάτοικοι του Νόβγκοροντ επαναστάτησαν, διέταξε να σφαγούν οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Ο Ιβάν κατέλαβε τα χανάτα του Καζάν και του Αστραχάν διώχνοντας τους Τάταρους και αφού έθεσε υπό τον έλεγχό του την περιοχή του κάτω Βόλγα ξεκίνησε τον εποικισμό της Σιβηρίας(1581) που έμελλε να αλλάξει το πρόσωπο της Ρωσίας. Αυτοί που εποίκησαν αρχικά την αχανή έκταση της Σιβηρίας, αλλά και την υπερασπίστηκαν απέναντι σε όλους τους αντιζήλους τους, υπήρξαν οι Κοζάκοι, μια ρωσική φυλή σκληρών πολεμιστών.

Η περίοδος από το 1584 ως το 1613 χαρακτηρίζεται ως «περίοδος ταραχών», γιατί σημειώθηκαν πολλές επαναστάσεις και επιδρομές που συγκλόνισαν το ρωσικό κράτος, θέτοντας σε κίνδυνο την ύπαρξή του. Στα 1613 ανέβηκε στο θρόνο ο Μιχαήλ Ρομανόφ (1613-1645), ο ιδρυτής της δυναστείας των Ρομανόφ.

Σταθμό στη ρωσική ιστορία αποτέλεσε η βασιλεία του Μεγάλου Πέτρου (1682-1725), ο οποίος αναδιοργάνωσε το στρατό, δημιούργησε ναυτικό και προσπάθησε να εξευρωπαΐσει τους Ρώσους, αν και αυτή η διαδικασία, σε μεγάλο βαθμό, παρέμεινε επιφανειακή. Η Ρωσία, μια οπισθοδρομική χώρα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, είχε σε ισχύ το σύστημα της δουλοπαροικίας, ο λαός βρισκόταν σε πλήρη άγνοια και εξαθλίωση, ενώ δεν υπήρχε μεσαία τάξη που θα μπορούσε να αναπτύξει το εμπόριο. Η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του αυτοκράτορα, της ολιγομελούς αυλής του και των ευγενών, οι οποίοι δεν είχαν σχεδόν κανένα πολιτικό δικαίωμα, αλλά σε αντάλλαγμα κατείχαν τεράστιες εκτάσεις γης και πλήρη εξουσία στους ανθρώπους των αγροκτημάτων τους, που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν έξω από τα κτήματα του αφέντη τους. Ο Πέτρος που το 1721 αναγορεύτηκε «αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών» πραγματοποίησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον οικονομικό και διοικητικό τομέα, αλλά και σε πράγματα της καθημερινής ζωής όπως η αλλαγή του ημερολογίου και μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Μόσχα στην Πετρούπολη, την οποία έκτισε ο ίδιος και εξωράισε με μεγάλα κτίρια, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, καλώντας Ευρωπαίους αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες.

Από τους διαδόχους του Μεγάλου Πέτρου αξιόλογη και σημαντική για τη Ρωσία υπήρξε η εποχή της Αικατερίνης Β’ (1762-1795). Η διακυβέρνηση της γερμανικής καταγωγής αυτοκράτειρας υπήρξε σημαντικός σταθμός στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών (τομείς στους οποίους η Αικατερίνη και το κράτος της υπέστη την επιρροή της Γαλλίας), στην αναδιοργάνωση του εμπορίου και στον εκσυγχρονισμό της κρατικής διοικητικής μηχανής. Αντιμετώπισε με σκληρότητα την αγροτική εξέγερση του Κοζάκου Πουγκατσόφ και επέτρεψε την ακόμα πιο απάνθρωπη μεταχείριση των δουλοπαροίκων. Επέκτεινε τα σύνορα του ρωσικού κράτους με τους τρεις διαδοχικούς διαμελισμούς της Πολωνίας και την κατάκτηση της σημερινής Κάτω Ρωσίας (Κριμαίας και Κουρλάνδης). Η Αικατερίνη συνέχισε τους ρωσικούς πολέμους κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που είχαν ξεκινήσει την εποχή του Πέτρου και δημιούργησε πολλές ελπίδες στους υπόδουλους Έλληνες για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό. Οι Έλληνες στήριξαν πολύ τις ελπίδες τους στους ομόδοξους Ρώσους αλλά οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν οικτρά με τα Ορλωφικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) που έθεσε τους υπόδουλους χριστιανούς υπό την προστασία της Ρωσίας προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στην ανάπτυξη του ελληνικού ναυτικού και εμπορίου. Η αυτοκράτειρα που κάποια στιγμή είδε με συμπάθεια τις φιλελεύθερες ιδέες των Γάλλων διαφωτιστών και κυρίως του Βολταίρου, μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 σκλήρυνε περισσότερο την απολυταρχική στάση της.

 Μετά την Αικατερίνη ακολούθησαν διάφοροι τσάροι, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας και περισσότερο ή λιγότερο σημαντικοί. Ο εγγονός της Αλέξανδρος Α’ (1801-1825), παρά τις φιλελεύθερες ιδέες του αποδείχτηκε τελικά ένας αντιδραστικός ηγεμόνας, λόγω της ασταθούς κατάστασης στις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες και της απειλής που αντιπροσώπευε για κάθε εστεμμένο η Γαλλική Επανάσταση. Σύμμαχος της Αγγλίας και της Αυστρίας στην Τριπλή Συμμαχία, είδε το στρατό του να ηττάται επανειλημμένα από το Ναπολέοντα, και το 1807, με τη Συνθήκη του Τίλσιτ, άλλαξε στρατόπεδο και συμμάχησε μαζί του. Πολέμησε κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1806-1812) και προσάρτησε τη Βεσσαραβία, ενώ επέκτεινε τα σύνορα της αυτοκρατορίας νότια του Καύκασου (σημερινή Τσετσενία και Αζερμπαϊτζάν). Παράλληλα, οι σχέσεις του με το Ναπολέοντα χειροτέρευσαν και το 1812 ο Γάλλος στρατηλάτης εκστράτευσε κατά της Ρωσίας. Ο Ναπολέοντας αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στο «στρατηγό-χειμώνα» και ο Αλέξανδρος σφυρηλάτησε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον Αυστριακό καγκελάριο Μέτερνιχ. Υπήρξε εμπνευστής της Ιεράς Συμμαχίας, στην οποία προσέκρουσαν οι εθνικοί πόθοι όλων των λαών της Ευρώπης για ανεξαρτησία.

Ο διάδοχός του Νικόλαος Α’ (1825-1855), το όνομα του οποίου είναι συνδεμένο με τη συνωμοσία των «Δεκεμβριστών» εναντίον της ανάρρησής του στην εξουσία (Δεκέμβριος 1825) και τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), υπήρξε ο πλέον αντιδραστικός μονάρχης της εποχής του. Όλες οι κοινωνικές τάξεις βρέθηκαν απέναντί του, αλλά τίποτα δεν τον έπειθε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Δημιούργησε μια πανίσχυρη μυστική αστυνομία, λογόκρινε σχολαστικά οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναστατικό, και αντιμετώπισε σε ιδεολογικό επίπεδο τις φιλελεύθερες ιδέες με μεγάλη ενεργητικότητα καταργώντας ακόμα και τις έδρες ιστορίας και φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια. Κατέστειλε την εξέγερση των Πολωνών και επανάφερε στη χώρα τους την πιο σκληρή διακυβέρνηση. Πάντως η Ελληνική Επανάσταση του 1821 χρωστάει στο Νικόλαο την ενεργό υποστήριξη του αγώνα της και τη συμμετοχή του ρωσικού στόλου στη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ο Νικόλαος κατέλαβε την Αρμενία και άλλες περιοχές του νότιου Καύκασου, όμως ο άτυχος για τη Ρωσία Κριμαϊκός πόλεμος φανέρωσε τις δομικές αδυναμίες της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο διάδοχός του Αλέξανδρος Β’ (1855-1881) υπήρξε πιο φιλελεύθερος από τους προκατόχους του. Το 1861 κατάργησε τη δουλοπαροικία και την πρώτη δεκαετία πέρασε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Όμως και αυτός μετά άλλαξε στάση και κατέστη όλο και πιο αντιδραστικός. Το τέλος του όμως υπήρξε σκληρό, αφού δολοφονήθηκε από μια ομάδα νεαρών επαναστατών, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Λένιν. Μετά τον Αλέξανδρο Γ’ (1881-1894) στο θρόνο ανήλθε ο Νικόλαος Β’ (1894-1917), με το όνομα του οποίου συνδέθηκε η επανάσταση του 1905, ο άτυχος ρωσοϊαπωνικός πόλεμος της ίδιας χρονιάς και η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Ο Νικόλαος συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος στην πόλη Αικατερίνμπουργκ, όπου τελικά και θανατώθηκε μαζί με ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια στις 16 Ιουλίου 1918.

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση (1917) δημιουργήθηκε η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, το τεράστιο πολυεθνικό κράτος που διαδέχθηκε την τσαρική Ρωσία. Η Ρωσία αποτέλεσε μια δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης, με το όνομα Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας. Για την ιστορική περίοδο 1917-1991 βλ. λ. Σοβιετική Ένωση.

https://gli-pedia.blogspot.com/2021/05/rosia.html


Ρωσική ομοσπονδιακή δημοκρατία :   Μετά την παραίτηση του τελευταίου προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυση της ΕΣΣΔ (Δεκέμβριος 1991), η Ρωσική Ομοσπονδία αποτέλεσε ανεξάρτητο διεθνές υποκείμενο, με διεθνή υπόσταση που κληρονόμησε τη θέση της Σοβιετικής Ένωσης στο διεθνές πλαίσιο. Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης είχε εκλεγεί στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές του 1991 ο Μπόρις Γέλτσιν, που τελικά ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της ανεξάρτητης Ρωσίας και ξεκίνησε τις προσπάθειες για τη μετάβαση της χώρας στο καπιταλιστικό σύστημα. Ο Γέλτσιν, μαζί με τους ηγέτες της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, σχημάτισαν την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, μια συνομοσπονδία χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Σαν πρώτο βήμα για ριζική αλλαγή, η Ρωσία μείωσε τις κρατικές επιδοτήσεις αγαθών και υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα ήταν οι τιμές να αυξηθούν δυσανάλογα με τα οικονομικά μέσα των εργαζομένων. Τον Ιούνιο του 1992 ο πρόεδρος Γέλτσιν και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Κλίντον συμφώνησαν σε από κοινού μείωση της παραγωγής όπλων.

Το 1993 η κυβέρνηση ξεκίνησε μια προσπάθεια να ιδιωτικοποιήσει χιλιάδες μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις.

Ο πρόεδρος Γέλτσιν είχε την υποστήριξη του κουρασμένου από το προηγούμενο καθεστώς ρωσικού λαού που προσδοκούσε απ’ αυτόν βελτίωση της ζωής του, αλλά συναντούσε δυσκολίες στη Δούμα (το ρωσικό Κοινοβούλιο), που ελεγχόταν ακόμη από τους κομουνιστές. Το Σεπτέμβριο του 1993 ο Γέλτσιν προκήρυξε εκλογές και διέλυσε τη Βουλή, η οποία σε αντίδραση τον καθαίρεσε. Οι βουλευτές, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Αλεξάντερ Ρουτσκόι, οχυρώθηκαν στο κτίριο της βουλής, αλλά ο Γέλτσιν δεν δίστασε να διατάξει το στρατό να χρησιμοποιήσει βία.

Ο στρατός κανονιοβόλησε τη Δούμα και εξανάγκασε τους βουλευτές να παραδοθούν.

Περίπου 140 άνθρωποι σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις που ακολούθησαν και αρκετοί άλλοι συνελήφθησαν.

Όμως ο Γέλτσιν είχε κερδίσει τη μάχη, αλλά στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν οι προσκείμενες σ’ αυτόν δυνάμεις δεν κατέκτησαν την πλειοψηφία, αφού πολλοί Ρώσοι είχαν απογοητευτεί μαζί του αλλά και φοβηθεί από την επίδειξη δύναμης.

Ο Γέλτσιν διόρισε πρωθυπουργό το Βίκτορ Τσερνομίρντιν, που ξεκίνησε μεταρρυθμίσεις με μετριοπάθεια, ώστε ο ρωσικός λαός να μην υποφέρει και άλλο. Τα αποτελέσματα όμως δεν υπήρξαν θεαματικά, αφού μαζί με τις δομικές αδυναμίες της ρωσικής οικονομίας, το μεγάλο πρόβλημα της γενικευμένης διαφθοράς παρεμπόδιζε τη βελτίωση της κατάστασης.

Το Δεκέμβριο του 1994, το μέτωπο στην περιοχή της Τσετσενίας (η οποία είχε ήδη δείξει τις διαθέσεις της για ανεξαρτησία) αναθερμάνθηκε. Η ρωσική κυβέρνηση απέστειλε στρατεύματα για να ανατρέψουν το καθεστώς της Τσετσενίας. Το Γκρόζνι, πρωτεύουσα της Τσετσενίας, έπεσε το Φεβρουάριο του 1995 μετά από ισχυρή μάχη, αλλά οι Τσετσένοι επαναστάτες συνέχισαν τον ανταρτοπόλεμό τους.

Τον Ιούλιο του 1996, ο Γέλτσιν, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας και παράλληλα την άνοδο των κομουνιστών (που στις βουλευτικές εκλογές του 1995 ήλθαν πρώτο κόμμα με το 22% των ψήφων), ξανακέρδισε τις προεδρικές εκλογές και επιβλήθηκε του αντιπάλου του, του κομουνιστή Γκενάντι Ζιουγκάνοφ. Όμως στην Τσετσενία ο ρωσικός στρατός αιφνιδιάστηκε από την επίθεση των Τσετσένων ανταρτών και ο Γέλτσιν απέπεμψε το Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας της Ρωσίας και διόρισε στη θέση του το στρατηγό Αλεξάντερ Λέμπεντ. Ο τελευταίος ανέλαβε ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τους Τσετσένους αυτονομιστές και τελικά υπόγραψε συμφωνία μαζί τους (Μάιος 1996), βάσει της οποίας τα ρωσικά στρατεύματα θα έπρεπε να εκκενώσουν την Τσετσενία τον Ιανουάριο του 1997. Σημαντικό σταθμό στην ιστορία της νεότερης Ρωσίας αποτέλεσε η υπογραφή συμφώνου συνεργασίας με το ΝΑΤΟ το Μάιο του 1997, η οποία με τον πλέον επίσημο τρόπο σήμανε το τέλος της μακροχρόνιας ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.

Η οικονομική κρίση στη Ρωσία χειροτέρεψε το 1998. Οι τράπεζες της χώρας αδυνατούσαν να διαχειριστούν την κατάσταση και ο Γέλτσιν άλλαζε τις κυβερνήσεις και τους πρωθυπουργούς με καταιγιστικούς ρυθμούς. Το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας απειλούσε να πνίξει τη χώρα και ο Γέλτσιν προέβη στη συνηθισμένη του κίνηση απολύοντας τον πρωθυπουργό Τσερνομίντιν (που είχε επανέλθει στο αξίωμα λίγους μήνες πριν) και στη θέση του διόρισε τον Γκενάντι Πριμακόφ (Αύγουστος 1998), εκπρόσωπο της παλιάς σοβιετικής γραφειοκρατίας.

Όμως, τον Αύγουστο του 1999, ο Γέλτσιν αντικατέστησε το Σεργκέι Στεπάσιν, διάδοχο του Πριμακόφ, με το Βλαντίμιρ Πούτιν, αρχηγό της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών και στενό του συνεργάτη. Σχεδόν αμέσως μετά, ο Πούτιν εξαπέλυσε επίθεση στην Τσετσενία, ως απάντηση για μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων που αποδόθηκαν στους Τσετσένους αντάρτες. Η επιτυχία της επίθεσης και η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου, αύξησαν τη δημοτικότητα του Πούτιν, που το Δεκέμβριο του 1999, στις βουλευτικές εκλογές, είδε τον κομματικό συνασπισμό που τον υποστήριζε να καταλαμβάνει το ένα τρίτο των εδρών. Σαν επιστέγασμα, εντελώς αιφνιδιαστικά, λίγο πριν την αυγή της νέας χιλιετίας (31 Δεκεμβρίου 1999), ο Γέλτσιν παραιτήθηκε από το προεδρικό αξίωμα και για τη θέση του επέλεξε το Βλαντίμιρ Πούτιν.

Το Μάρτιο του 2000 ο Βλαντίμιρ Πούτιν αναδείχτηκε νικητής των προεδρικών εκλογών. Ο νέος πρόεδρος μεταρρύθμισε το διοικητικό σύστημα της χώρας θέλοντας να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία της Μόσχας. Με στιβαρό χέρι αντιμετώπισε όλες τις κρίσεις στη διάρκεια της προεδρίας του, στην οποία επανεξελέγη το 2004 με μεγάλη πλειοψηφία. Ο Πούτιν αρχικά στηρίχτηκε στους κομουνιστές για να ελέγξει το Κοινοβούλιο, αλλά μετά από μια σειρά συμμαχιών με άλλα κόμματα απαλλάχθηκε από τους πρώην συμμάχους του και το κόμμα που τον στηρίζει, το «Μπλοκ για την Ενωμένη Ρωσία», κατέχει την πλειοψηφία στη Δούμα.

Στον εξωτερικό τομέα ο Πούτιν και η Ρωσία υπόγραψαν μαζί με τις ΗΠΑ συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών εξοπλισμών (2002), αλλά διαφώνησαν με τις ΗΠΑ σχετικά με τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο και την υποστήριξη προς τους αλβανόφωνους εξτρεμιστές. Τελικά ο Ρώσος πρόεδρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφού χρειαζόταν την ανοχή των ΗΠΑ στα προβλήματά του με τους Τσετσένους. Ύστερα μάλιστα από το τρομοκρατικό χτύπημα της ισλαμικής οργάνωσης Αλ Κάιντα στη Νέα Υόρκη (11 Σεπτεμβρίου 2001) η Ρωσία συντάχθηκε με τις προσπάθειες κατά της διεθνούς τρομοκρατίας και πάνω σε αυτό το «μοτίβο» δικαιολόγησε και τις επιθέσεις της κατά της Τσετσενίας. Η Ρωσία αντιμετώπισε τρομοκρατικές επιθέσεις από τους Τσετσένους αντάρτες, όπως τον Οκτώβριο του 2002, όταν οι αντάρτες εισέβαλαν σε θέατρο της Μόσχας και συνέλαβαν ομήρους όλους τους θεατές, με αίτημα τη λήξη του πολέμου στην Τσετσενία και την αποχώρηση των Ρώσων. Το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής ήταν τραγικό, αφού οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις επιτέθηκαν με ναρκωτικές ουσίες εναντίον τους, αλλά λόγω κάποιου λάθους που δεν αποσαφηνίστηκε, μαζί με τους αντάρτες σκοτώθηκαν και πολλοί όμηροι. Το ίδιο έγινε και με την επίθεση σε σχολείο στο Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας (Σεπτέμβριος 2004), μιας αυτόνομης δημοκρατίας στο πλαίσιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με θύματα πολλούς μαθητές.

Σε άλλες εξελίξεις στο διεθνή τομέα, η Ρωσία υπέγραψε μαζί με το ΝΑΤΟ τη σύσταση ενός Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, στους κόλπους του οποίου οι δύο συνεργάτες θα ανταλλάσσουν απόψεις και πληροφορίες για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η Ρωσία προσπάθησε να ελέγξει τις εξελίξεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά η πολιτική αυτή απέτυχε σε γενικές γραμμές, με τελευταίο παράδειγμα τα γεγονότα στην Ουκρανία και την άνοδο στην εξουσία του εκλεκτού της Δύσης Γιουστσένκο, που νίκησε στις προεδρικές εκλογές το φιλορώσο Γιανουκόφσκι. Αν και στήριξε την επέμβαση στο Αφγανιστάν και μάλιστα πρόσφερε πολλές πληροφορίες στους Αμερικανούς (καρπός της γνώσης της χώρας από τους Ρώσους, που είχαν μείνει στο Αφγανιστάν για 10 δύσκολα χρόνια), διαφώνησαν με την ένοπλη επέμβαση στο Ιράκ, αφού δεν πείστηκαν ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν και η χώρα του κατείχαν όπλα μαζικής καταστροφής.

Στις κοινοβουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το Δεκέμβριο του 2003 νικητής αναδείχθηκε το κόμμα «Μπλοκ για την Ενωμένη Ρωσία» που υποστηρίζει τον πρόεδρο Πούτιν, που ισχυροποιεί έτσι ακόμα περισσότερο τη θέση του. Το Μάρτιο του 2004 η επανεκλογή του στο προεδρικό αξίωμα υπήρξε σχετικά άνετη και αναμενόμενη.

 

  Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραφίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος

  Η αναζήτηση στο άρθρο :     #rosia, #rousia, #ρωσια, #russia,

           GLiPedia, Εγκυκλοπαίδεια,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου