Το όνομά τους
σήμαινε "οι αρπακτικές", γιατί είχαν φτερά, με τα οποία ακολουθούσαν
τις πνοές του ανέμου και τα πουλιά και άρπαζαν τα πάντα: κάθε είδους άψυχα
αντικείμενα, μα και ανθρώπους. . .
Τη λέξη "Άρπυια" τη χρησιμοποιούσαν
ως συνώνυμο της θύελλας και του ανεμοστρόβιλου. Μάλιστα, αν κάποιος
εξαφανιζόταν στη θάλασσα, όπως είχε συμβεί με τον Οδυσσέα, έλεγαν ότι "τον
άρπαξαν οι Άρπυιες".
Πίστευαν γενικά πως αυτές άρπαζαν τους
ζωντανούς και τους μετέφεραν στον Άδη, τροφοδοτώντας έτσι τον Κάτω Κόσμο με
νέους κατοίκους.
Τις φαντάζονταν ως γυναίκες με ωραία
μαλλιά και φτερά στους ώμους, αλλά και με γαμψά νύχια όρνεου, για να πιάνουν τη
λεία τους. Σε μεταγενέστερες εποχές πίστευαν πως είχαν σώμα, πόδια και νύχια
πουλιού και ανθρώπινα χέρια και κεφάλι. Σύγχυση υπάρχει γύρω από την καταγωγή
τους. Άλλοι τις θεωρούν κόρες του Ποσειδώνα ή του Τυφωέα κι άλλοι του Θαύμαντα
και της Ηλέκτρας, που ήταν μια από τις κόρες του Ωκεανού.
Σύγχυση υπάρχει επίσης σχετικά με το
πόσες ήταν οι Άρπυιες.
Άλλοι πίστευαν πως ήταν δύο: η
Αελλώ, που το όνομά της σημαίνει "γρήγορη σαν τη θύελλα", και η
Ωκυπέτη, που σημαίνει "αυτή που πετά γρήγορα", και πως αδερφή τους
ήταν η Ίριδα, η αγγελιοφόρος του Δία.
Αργότερα βρίσκουμε μια ακόμη, την Κελαινώ
(που θα πει "σκοτεινή").
Ο Όμηρος, πάλι, αναφέρει μόνο μία, την
Ποδάργη, που σημαίνει "γρήγορη στα πόδια".
Η Ποδάργη γέννησε από την ένωσή της με
τον Ζέφυρο τα δυο γνωστά αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, που είχαν ανθρώπινη λαλιά,
τον Ξάνθο και τον Βαλίο.
Αυτήν επίσης θεωρούσαν μητέρα και δυο
άλλων ξακουστών και γρήγορων αλόγων, του Φλογέου και του Άρπαγου, που ήταν τα
άλογα των Διόσκουρων.
Οι Άρπυιες ήταν ιδιαίτερα γνωστές, κυρίως
από το μύθο του Φινέα, που είχε αποκτήσει ναυτικές ικανότητες χάρη στον
Απόλλωνα.
Είχε φτάσει, όμως, να κάνει κατάχρηση της εύνοιας του θεού,
φανερώνοντας στους ανθρώπους όλες τις ιερές αποφάσεις του Δία.
Αυτό αποτελούσε
μεγάλη ασέβεια, γι' αυτό και ο πατέρας των θεών τον τιμώρησε οργισμένος τον
τύφλωσε, τον καταδίκασε σε αιώνια γηρατειά και όρισε να μη χορταίνει ποτέ
φαγητό.
Κάθε φορά, λοιπόν, που καθόταν να φάει, χιμούσαν από ψηλά οι φτερωτές
Άρπυιες και του το άρπαζαν ή του άφηναν λίγο, ίσα-ίσα για να ζει και να
βασανίζεται. Φρόντιζαν όμως να το ποτίζουν και με μια φριχτή μυρωδιά, ώστε να
μην μπορεί κανείς ούτε καν ν' αντέξει τη δυσοσμία του.
Σ' αυτή την άθλια
κατάσταση, γερασμένο και εξαντλημένο εντελώς από την πείνα, τον βρήκαν οι
Αργοναύτες στον Βόσπορο τον έψαχναν, γιατί ήθελαν να τον ρωτήσουν την πορεία
του ταξιδιού τους.
Ο Φινέας υποσχέθηκε να τους βοηθήσει, αλλά ζήτησε γι'
αντάλλαγμα να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο που του προκαλούσαν τα φοβερά
τέρατα.
Ήξερε, χάρη στις μαντικές του ικανότητες, πως ήταν γραφτό να τις
διώξουν δυο συγκεκριμένα μέλη του πληρώματος της Αργώς, οι λεγόμενοι γιοι του Βορέα
οι Βορεάδες, που ονομάζονταν Ζήτης και Κάλαης.
Τα δυο παλικάρια ήταν, επιπλέον,
και αδέρφια της γυναίκας του μάντη. Αυτούς ζήτησε για να τον σώσουν και
ορκίστηκε πως δε θα κινδυνέψουν από τα τέρατα.
Οι Αργοναύτες συμφώνησαν κι όταν
οι Άρπυιες εμφανίστηκαν, οι Βορεάδες όρμησαν καταπάνω τους, φωνάζοντας.
Τις κυνήγησαν πάνω από τη θάλασσα ως τις Πλωτές Νήσους
«τα νησιά αυτά ονομάστηκαν "Στροφάδες", δηλαδή "νησιά της
στροφής", επειδή εκεί έληξε η καταδίωξη: εκεί επενέβη η Ίριδα, ή, ο Ερμής
και υποσχέθηκαν πως ο Φινέας θα γλιτώσει» .
Οι Άρπυιες τότε κρύφτηκαν σ' ένα σπήλαιο
της Κρήτης, γι' αυτό και ως πιθανοί τόποι διαμονής τους θεωρούνται η Κρήτη, οι
Στροφάδες ή η Θράκη ή η Σκυθία. Τις Άρπυιες τις συναντάμε και στο μύθο των
θυγατέρων του βασιλιά Πανδάρεου, που είχαν μείνει ορφανές από γονείς και την
ανατροφή τους ανέλαβε η Αφροδίτη, που έδειξε τη μεγαλύτερη προσοχή και
φροντίδα. Όσο μεγάλωναν, θεές, όπως η Ήρα, η Άρτεμη και η Αθηνά έσπευσαν να τις
προικίσουν με ξεχωριστά χαρίσματα η καθεμιά. Όταν πια έφτασαν σε ηλικία γάμου,
η Αφροδίτη ανέβηκε στον Όλυμπο για να ζητήσει από τον Δία ευτυχισμένο γάμο για
χάρη τους.
Τότε οι Άρπυιες βρήκαν την κατάλληλη
ευκαιρία και άρπαξαν τις κόρες, για να τις πάνε δούλες στις Ερινύες.
Οι Άρπυιες ήταν, όπως είδαμε, αρπακτικοί
δαίμονες, που συμβόλιζαν την αιφνιδιαστική ορμή του ανέμου και της θύελλας, που
παρασύρει και καταστρέφει στο πέρασμά του.
Γι' αυτό και στους διάφορους μύθους έχουν να κάνουν με μορφές
σχετικές με τη δράση, την αέναη κίνηση και την ταχύτητα, ενώ οι ίδιες είχαν
φτερά και ήταν γεννήτορες φημισμένων γοργοπόδαρων Θεές των ανέμων,
ήταν επίσης και δαίμονες του θανάτου, που αρπάζουν τις ψυχές.
Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραφίας
: Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου