Γένος ημερόβιων αρπακτικών πουλιών
της οικογένειας Γυπίδες, της τάξης Ιερακόμορφα. Οι γύπες, που είναι γνωστοί και
με την ονομασία «όρνια», είναι πουλιά μεγάλα .
. .
όπως ο αετός, αλλά δεν έχουν τη δύναμη και το
ρωμαλέο και υπερήφανο ανάστημά του.
Το κεφάλι τους είναι μικρό, με ράμφος, που
το πάνω μέρος του είναι χαρακτηριστικά γαμψό προς τα κάτω.
Το κεφάλι και ο
λαιμός τους είναι γυμνά ή σκεπασμένα από πτίλα, δηλαδή λεπτό φτέρωμα σαν
χνούδι.
Τα δάχτυλά τους καταλήγουν σε ισχυρά γαμψά νύχια.
Οι γύπες έχουν ισχυρή
όραση και πετούν σε μεγάλο ύψος, από όπου κατοπτεύουν την περιοχή για να
εντοπίσουν την τροφή τους, που αποτελείται από ψόφια ζώα, τα οποία τρώνε με
τέτοια βουλιμία, ώστε μετά βαραίνουν και δεν μπορούν να πετάξουν εύκολα.
Επειδή ακριβώς ξεκαθαρίζουν τους τόπους
από τα ψοφίμια, που αποτελούν εστίες μολύνσεων, είναι πολύ χρήσιμα ζώα.
Μόνο όταν δεν βρουν ψοφίμια
επιτίθενται σε μικρά ζώα, κυρίως θηλαστικά (λαγούς, ποντικούς), αλλά και σε
άλλα, όπως στα ερπετά, χελώνες, σαύρες.
Τα κυριότερα είδη γυπών είναι:
1. Γύπας ο κοινός ή ορφνός ή μοναχός ή αιγυπιός.
Έχει μήκος σώματος 1,16-1,20 μ. και
άνοιγμα φτερών 3 μ. Χτίζει τη φωλιά του σε ψηλά δέντρα και ζει κατά ζεύγη. Το
χρώμα του είναι καστανόμαυρο.
Στην Ελλάδα είναι γνωστός ως μαυρόγυπας.
Γεννά ένα αβγό στα τέλη Φεβρουαρίου ή
αρχές Μαρτίου.
Τρέφεται αποκλειστικά με νεκρά ζώα.
Ο μαυρόγυπας, που είναι ο
μεγαλύτερος γύπας της Ευρώπης, είναι ένα από τα είδη που κινδυνεύουν άμεσα με
εξαφάνιση.
Ενώ παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι πληθυσμοί του είδους στη Γαλλία, την
Τσεχία, τη Σλοβακία και τη Ρουμανία, στη σύγχρονη εποχή οι μαυρόγυπες της
Ευρώπης αριθμούν 210-260 ζευγάρια και έχουν περιοριστεί στην Ιβηρική χερσόνησο,
την Βουλγαρία και την Ελλάδα.
Παλαιότερα στην Ελλάδα ζούσαν
αρκετοί μαυρόγυπες, κυρίως στην Αττική, τη Βοιωτία, τα Κύθηρα, τη Λευκάδα, τη
Ρόδο και την Κρήτη.
Στη σύγχρονη εποχή, λόγω της καταστροφής των βιοτόπων τους
που οδήγησε στον περιορισμό της τροφής τους, οι πληθυσμοί του είδους έχουν
μειωθεί σημαντικά, ώστε να περιορίζονται στα 15-20 ζευγάρια που ζουν στο δάσος
της Δαδιάς στον νομό Έβρου.
Για τη διατήρηση του είδους και την προστασία του η
οργάνωση WWF έχει εκπονήσει προγράμματα προστασίας του μαυρόγυπα στο δάσος της
Δαδιάς από το 1992.
2. Γύπας ο πυρρόχρους ή λευκοκέφαλος. Έχει μήκος
1,10-1,15 μ. Το χρώμα των φτερών του είναι κιτρινοκόκκινο. Το κεφάλι και ο
λαιμός του είναι σκεπασμένα με άσπρα πτίλα× στη βάση του λαιμού έχει
περιλαίμιο από άσπρα φτερά. Χτίζει τη φωλιά του στους βράχους των βουνοκορφών.
Ζει κατά αγέλες 25-30 ατόμων στις ορεινές περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και
της Βόρειας Αφρικής. Είναι πολύ διαδεδομένος στη Βαλκανική και ιδιαίτερα στην
Ελλάδα, όπου ζει μόνιμα και είναι γνωστός ως «κόκκινο όρνιο, αγιούπας ή γιούπας
ή σκανίτης».
3. Γύπες της αμερικανικής ηπείρου ή σαρκορραμφίδες.
Διαφέρουν από τους προηγούμενους, επειδή
έχουν στο εμπρόσθιο μέρος του κεφαλιού τους, πάνω από το ράμφος, ένα σαρκώδες
λοφίο, όπως το λειρί του κόκορα.
Οι
κυριότεροι απ’ αυτούς είναι:
α) Ο βασιλικός γύπας.
Έχει φτέρωμα με εντυπωσιακά χρώματα
και είναι μεγάλων διαστάσεων.
Ζει κατά μεγάλες αγέλες στα τροπικά
δάση της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, αλλά απαντάται και στη Νότια
Καλιφόρνια.
β) Κόνδορας.
Το μεγαλύτερο από όλα τα αρπακτικά
πουλιά.
Έχει περιλαίμιο από άσπρα φτερά.
Το άνοιγμα των φτερών του είναι 3 μ.
και πετά σε πολύ μεγάλα ύψη, πάνω από 6.000 μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου