Ένωση των κρατών της Ευρώπης, η διαδικασία της
οποίας ξεκίνησε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο με σκοπό την κοινή προσπάθεια
ανασυγκρότησης από . . . .
τις πληγές του πολέμου και τη δημιουργία μιας
ανεξάρτητης, αντίρροπης δύναμης στις τότε ισχυρές Αμερική και ΕΣΣΔ.
Τα κράτη μέλη της έχουν θεσπίσει κοινά
θεσμικά όργανα στα οποία εκχωρούν ορισμένες εξουσίες τους, έτσι ώστε να μπορούν
να λαμβάνονται δημοκρατικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για συγκεκριμένα
θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αυτή η από κοινού άσκηση της εθνικής κυριαρχίας
καλείται επίσης «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Η πορεία της συγκρότησης της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης πέρασε από πολλούς σταθμούς για να φτάσει στις αρχές του 21ου αι. στην
οικονομική και νομισματική ένωση. Η οικοδόμησή της βασίζεται στις παρακάτω
τρεις ιδρυτικές συνθήκες:
1. Τη συνθήκη του
Παρισιού, που υπογράφτηκε στις 18 Απριλίου 1951 από τη Γαλλία, τη Δυτική
Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Με αυτή τη
συνθήκη δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Η
συμφωνία προέβλεπε τη δημιουργία κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα, μέσα στα
πλαίσια της οποίας ήταν ελεύθερη η διακίνηση αυτών των προϊόντων και των
εργαζομένων σ’ αυτούς τους τομείς. Άρχισε να ισχύει στις 23 Ιουλίου 1952 και
έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.
2. Τη συνθήκη της Ρώμης, που υπογράφηκε στις
25 Μαρτίου 1957 και με την οποία ιδρύθηκε η ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική
Κοινότητα) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ). Η συνθήκη
αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1ην Ιανουαρίου 1958 και έθετε τις βάσεις για τη
δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής αγοράς, ενός πανευρωπαϊκού ζωτικού χώρου για τις
επιχειρήσεις. Προέβλεπε ελευθερία κίνησης κεφαλαίου και εργαζομένων, κατάργηση
των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών στη διακίνηση εμπορευμάτων και κοινή
δασμολογική πολιτική απέναντι σε εξωτερικές της ΕΟΚ χώρες.
3. Τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1992 και
τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993.
Σκοπός της ήταν η δημιουργία
Ομοσπονδιακής ή Συνομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συνθήκη αυτή αποτελεί νέο
στάδιο στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θεσπίστηκαν νέες μορφές
συνεργασίας μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών - όπως για παράδειγμα στον
τομέα της άμυνας και στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
Η ΕΟΚ με τη συνθήκη αυτή μετονομάστηκε σε ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση).
Οι ιδρυτικές συνθήκες τροποποιήθηκαν με
διάφορες ευκαιρίες, ιδίως όταν προσχώρησαν στην Ένωση νέα κράτη μέλη, το 1973
(Δανία, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο), το 1981 (Ελλάδα), 1986 (Ισπανία,
Πορτογαλία), το 1995 (Αυστρία, Φιλανδία, Σουηδία). Έγιναν επίσης και διάφορες
άλλες σημαντικές μεταρρυθμίσεις με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν θεσμικές
αλλαγές μείζονος σημασίας και εισήχθησαν νέοι τομείς αρμοδιότητας των
ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων:
Στις 8 Απριλίου 1965 υπογράφηκε η συνθήκη
συγχώνευσης των εκτελεστικών οργάνων των τριών Κοινοτήτων, δηλαδή των ΕΚΑΧ,
ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ, και άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 1967.
Την 1η Ιουλίου 1987 τέθηκε σε ισχύ η
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) και μ’ αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκαν οι
προσαρμογές που ήταν απαραίτητες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.
Στις 2 Απριλίου 1997 υπογράφηκε η Συνθήκη
του Άμστερνταμ που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999 και τροποποίησε τη συνθήκη
για την ΕΕ και τις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚ). Εκεί
αναθεωρήθηκαν ειδικότερα οι μηχανισμοί και τα όργανα της κοινότητας, που είναι
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο υπουργών της Ένωσης, το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν), το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η
Επιτροπή των περιφερειών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων.
Στις 26 Φεβρουαρίου 2001 υπογράφηκε η
Συνθήκη της Νίκαιας που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Φεβρουαρίου 2003. Αυτή
τροποποίησε περαιτέρω τις συνθήκες ΕΕ και ΕΚ, επιφέροντας αλλαγές στον τρόπο με
τον οποίο λειτουργούν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και επιβάλλοντας τον κανόνα της
ψηφοφορίας με ενισχυμένη πλειοψηφία (σε αντικατάσταση της ομοφωνίας) σε πολλούς
τομείς λήψης αποφάσεων της ΕΕ.
Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφηκε η συνθήκη
προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της
Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της
Σλοβενίας και της Σλοβακίας. Η συνθήκη αυτή άρχισε να ισχύει από την 1η Μαΐου
2004.
Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη
η Συνταγματική Συνθήκη (ευρωπαϊκό σύνταγμα) από τους αρχηγούς των κρατών μελών
της ΕΕ.
Οργανισμοί - Όργανα - Υπηρεσίες της ΕΕ
Τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και ο Ευρωπαίος
Επόπτης προστασίας των Δεδομένων.
Οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί της ΕΕ
είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων -
Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων.
Τα συμβουλευτικά όργανα είναι η Ευρωπαϊκή
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των περιφερειών.
Τέλος οι διοργανικές υπηρεσίες της ΕΕ
είναι η Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Υπηρεσία
Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ)
Οι ουσιαστικές προσπάθειες για την
οικονομική και νομισματική ένωση των χωρών της ΕΕ ξεκίνησαν στη διάσκεψη
κορυφής της Χάγης το Δεκέμβριο του 1969, όταν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων
αποφάσισαν ότι η ΟΝΕ αποτελεί επίσημο στόχο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Μία
ομάδα, υπό την προεδρία του Π. Βέρνερ, πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου,
επιφορτίστηκε με τη σύνταξη έκθεσης για τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν
προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πριν από το 1980.
Το Μάρτιο του 1971 συμφωνήθηκε η θέσπιση
της ΟΝΕ σε τρία στάδια. Η έναρξη του πρώτου σταδίου, η οποία αντιστοιχούσε στη
μείωση των περιθωρίων νομισματικής διακύμανσης, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε
πειραματική βάση, χωρίς να συνεπάγεται καμία δέσμευση ως προς τη συνέχεια της
πορείας.
Οι προσπάθειες για δημιουργία ζώνης
νομισματικής σταθερότητας επαναλήφθηκαν το Μάρτιο του 1979 με πρωτοβουλία της
Γαλλίας και της Γερμανίας, μέσω της θέσπισης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού
Συστήματος (ΕΝΣ), το οποίο βασίζεται στις σταθερές, αλλά προσαρμόσιμες,
συναλλαγματικές ισοτιμίες. Στο μηχανισμό συναλλάγματος συμμετείχαν τα νομίσματα
όλων των κρατών μελών, με εξαίρεση αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου. Η αρχή είναι η
ακόλουθη: οι συναλλαγματικές ισοτιμίες βασίζονται σε κεντρικές τιμές που
καθορίζονται σε συνάρτηση με το ECU, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα η
οποία αντιπροσωπεύει τον μέσο σταθμικό των συμμετεχόντων νομισμάτων.
Με την έγκριση του προγράμματος ενιαίας
αγοράς το 1985, καθίσταται ολοένα και περισσότερο σαφές ότι η πλήρης
αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η εσωτερική αγορά δε θα είναι εφικτή
εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται το σχετικά υψηλό κόστος συναλλαγών που
οφείλεται στη μετατροπή των νομισμάτων.
Τον Ιούνιο του 1988 συστάθηκε μία επιτροπή
για τη μελέτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, υπό την προεδρία του
τότε προέδρου της ΕΕ, Ζακ Ντελόρ. Στην έκθεση της επιτροπής, η οποία υποβλήθηκε
τον Απρίλιο του 1989, προτάθηκε η υλοποίηση της ΟΝΕ σε τρία στάδια.
Υπογραμμίστηκε κυρίως η αναγκαιότητα για μεγαλύτερο συντονισμό των οικονομικών
πολιτικών, για θέσπιση κανόνων όσον αφορά το μέγεθος και τη χρηματοδότηση των
εθνικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η καθιέρωση ενός νέου θεσμικού οργάνου,
εντελώς ανεξάρτητου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στην οποία θα
ανατεθεί η νομισματική πολιτική της Ένωσης.
Τον Δεκέμβριο του 1989 το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο του Στρασβούργου ζήτησε τη σύγκλιση διακυβερνητικής διάσκεψης
προκειμένου να προσδιοριστούν οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στη
συνθήκη, ώστε να είναι δυνατή η υλοποίηση οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Οι εργασίες αυτής της διακυβερνητικής διάσκεψης και της πολιτικής ένωσης (οι
οποίες άρχισαν κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ρώμης το Δεκέμβριο του 1990)
κατέληξαν στη συνθήκη για την ΕΕ, η οποία εγκρίθηκε τυπικά από τους αρχηγούς
κρατών και κυβερνήσεων κατά το Συμβούλιο Κορυφής του Μάαστριχτ το Δεκέμβριο του
1991 και υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992. Η συνθήκη προέβλεπε την καθιέρωση
της ΟΝΕ πριν από το τέλος του 20ού αιώνα σε τρία διαδοχικά στάδια.
Το 1997 ολοκληρώθηκαν, στο μεγαλύτερο
μέρος τους, οι απαραίτητες προκαταρκτικές εργασίες για την απρόσκοπτη μετάβαση
στην ΟΝΕ.
Η 1η, η 2 και η 3 Μαΐου 1998 αποτέλεσαν
μια ιστορική ημερομηνία για την ΟΝΕ, καθώς τις ημέρες αυτές, σε επίπεδο αρχηγών
κρατών και κυβερνήσεων, αποφασίστηκε ομόφωνα ότι 11 κράτη μέλη: το Βέλγιο, η
Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, το
Βέλγιο, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φιλανδία, πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις
για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 1999.
Η Ελλάδα
δεν πληρούσε τα κριτήρια σύγκλισης και ως εκ τούτου αποτελούσε το αντικείμενο
παρέκκλισης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 122 της συνθήκης. Το 2000 η χώρα μας
ζήτησε κατάργηση της παρέκκλισης, η οποία καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2001.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου,
η οποία διήρκεσε μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2002, το ευρώ δεν ήταν παρά μία
λογιστική μονάδα την οποία χρησιμοποιούσαν για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές.
Το Σεπτέμβριο του 2001 τα πρώτα νομίσματα
και χαρτονομίσματα διανεμήθηκαν στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις. Για την
εξοικείωσή τους με το νέο νόμισμα οι πολίτες μπορούσαν να δουν νομίσματα και
χαρτονομίσματα στα υποκαταστήματα των τραπεζών.
Την 1η Ιανουαρίου 2002 άρχισαν να
πραγματοποιούνται οι πληρωμές με νομίσματα και χαρτονομίσματα ευρώ και το
ευρωπαϊκό νόμισμα αντικατέστησε γρήγορα τα παλιά εθνικά νομίσματα στις
καθημερινές πληρωμές. Στις 28 Φεβρουαρίου 2002 τα παλιά εθνικά νομίσματα έπαυσαν
να αποτελούν το επίσημο νόμισμα στις αντίστοιχες χώρες.
Σπουδαιότερες πολιτικές της ΕΕ
1. Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η ΚΑΠ είχε
ως κύρια χαρακτηριστικά την προστασία των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα
και τον κρατικό παρεμβατισμό σε μεγάλο βαθμό, που πολλές φορές έφτανε και στον
καθορισμό της τιμής.
Μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ οι βασικές κατευθύνσεις είναι:
α) Μείωση των τιμών με βασικό στόχο τη
βαθμιαία εξίσωση των κοινοτικών με τις διεθνείς τιμές.
β) Κατάργηση ή ελαχιστοποίηση της κρατικής
παρέμβασης κ.ά.
2. Περιφερειακή Πολιτική. Στόχος της είναι η
εξισορρόπηση και άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων που υπάρχουν μεταξύ των
κρατών-μελών, κυρίως των μεσογειακών αγροτικών χωρών με τις βόρειες βιομηχανικές.
Αυτή η πολιτική εκφράστηκε μέσα από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα
(ΜΟΠ).
3. Κοινή Ναυτιλιακή. Πολιτική. Από το 1986 απαγορεύονται οι διμερείς συμφωνίες
με τρίτες χώρες. Η πολιτική αυτή δίνει ευελιξία στους κανονισμούς σχετικά με τα
πληρώματα.
4. Άλλες
πολιτικές. Η ΕΕ ασκεί πολιτική και σε διάφορα
άλλα ζητήματα, όπως τη βιομηχανική πολιτική, την πολιτική για το περιβάλλον,
για την ενέργεια κ.ά.
Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραφίας :
Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου