(περ. 460-400 π.Χ.) Αρχαίος Αθηναίος ιστορικός. Γεννήθηκε στον
αρχαίο δήμο Αλιμούντα (σημερινό Άλιμο). . . .
Ο πατέρας του λεγόταν Όλορος και
κρατούσε το όνομα από τον ομώνυμο βασιλιά της Θράκης, τον πεθερό του Μιλτιάδη,
του νικητή στο Μαραθώνα.
Συγγένευε λοιπόν από τον πατέρα του με το Μιλτιάδη και
τον Κίμωνα, γι’ αυτό και το κενοτάφιο του Θουκυδίδη βρισκόταν στα «Κιμώνεια
μνήματα».
Από τη Θράκη καταγόταν και η γυναίκα του Θουκυδίδη. Διπλά επομένως
συνδεόταν με την περιοχή αυτή ο ιστορικός. Κληρονομιά από τον πατέρα του ή
προίκα από τη γυναίκα του είχε στη Θράκη –στο εσωτερικό της χώρας και όχι κοντά
στα παράλια– χρυσωρυχεία, που του εξασφάλιζαν πλούτο και επιρροή στους
ντόπιους.
Συγγένεια είχε και με τον πολιτικό Θουκυδίδη, που ήταν αντίπαλος του
Περικλή.
Πήρε τη μόρφωση που έπαιρναν όλοι
σχεδόν οι νέοι από αριστοκρατικές οικογένειες και θεωρείται πιθανό πως άκουσε
το φιλόσοφο Αναξαγόρα και το ρήτορα Αντιφώντα. Με τον τελευταίο έχει κοινούς
πολλούς εκφραστικούς τρόπους.
Οι βιογραφίες του ιστορικού που έφτασαν ως εμάς
(όλες των μεταχριστιανικών χρόνων) έχουν πολύ μικρή αξία.
Οι πληροφορίες του
Διονυσίου Αλικαρνασσέα (1ος αι. π.Χ.) στα δοκίμιά του για το Θουκυδίδη είναι
πολύ μεταγενέστερες. Τις αυθεντικότερες ειδήσεις για τη ζωή του έχουμε μόνο από
τον ίδιο, στις λίγες μνείες για τον εαυτό του στο έργο του. Στην αρχή των Ιστοριών του
εξηγεί γιατί καταπιάστηκε με την εξιστόρηση του πολέμου αμέσως μετά την έκρηξή
του. Όταν, στο δεύτερο βιβλίο, περιγράφει τον καταστροφικό για την Αθήνα λοιμό,
αναφέρει πως αρρώστησε και ο ίδιος.
Στο τέταρτο βιβλίο, όταν εκθέτει τα σχετικά
με την εκστρατεία του Σπαρτιάτη Βρασίδα στη Μακεδονία και Θράκη, λέει πως δεν
πρόλαβε να φτάσει έγκαιρα με τα εφτά πλοία του και να σώσει την Αμφίπολη από το
Βρασίδα και πως γι’ αυτό έμεινε εξόριστος 20 χρόνια, ως το τέλος του πολέμου
και την καταστροφή της Αθήνας.
Στα χρόνια αυτά (424-404) είχε την ευκαιρία να
βρεθεί ανάμεσα και στους αντιπάλους της πατρίδας του. Είναι πολύ πιθανό ότι
επισκέφτηκε τη Σπάρτη και ότι ήταν παρών στη μάχη της Μαντινείας (418 π.Χ.).
Ίσως πήγε και σε άλλες περιοχές όπου έγιναν σημαντικές μάχες, λ.χ. στις
Συρακούσες. Είναι πιθανό να έμεινε για λίγο και στην Πέλλα, στην αυλή του
βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου. Στα χρόνια αυτά της εξορίας ενισχύθηκε η
έμφυτη τάση του για αμεροληψία και η αγάπη του για την αλήθεια.
Από όσα γράφει ο ίδιος στο πέμπτο
βιβλίο, στο λεγόμενο δεύτερο προοίμιο, είναι βέβαιο ότι γύρισε στην Αθήνα,
τουλάχιστο για λίγο, μετά την καταστροφή του 404, με ειδικό ψήφισμα και όχι με
τη γενική αμνηστία που δόθηκε μετά τη συνθηκολόγηση.
Οι ειδήσεις για το τέλος του
συγκλίνουν στο ότι πέθανε ξαφνικά, λίγο ύστερα από το 404 και όχι στην Αθήνα. Πιθανό
χάθηκε σε ναυάγιο στη διάρκεια ταξιδιού. Από το ξαφνικό τέλος του εξηγείται και
ο απότομος τρόπος με το οποίο σταματά το έργο του.
Τα χρόνια του πολέμου ως την εξορία
του (431-424) φαίνεται ότι έμενε στην Αθήνα, όπου άκουσε τους λόγους του
Περικλή, τις συζητήσεις στην εκκλησία του δήμου για τη Μυτιλήνη και την Πύλο,
και συγκέντρωνε πληροφορίες για τα διάφορα άλλα γεγονότα, όπως λ.χ. για τα
Πλαταϊκά και τα Κερκυραϊκά.
Στα χρόνια που ανδρωνόταν ο
Θουκυδίδης γίνονταν στην Αθήνα οι πιο σημαντικές αλλαγές στο αντίκρισμα του
κόσμου και της ζωής. Αιτία δεν είναι μονάχα η σοφιστική, που παρουσιάζεται την
εποχή αυτή.
Οι Ίωνες φυσικοί του 6ου αι. π.Χ., με τη διδασκαλία τους για αμετάβλητους
νόμους στη φύση, είχαν προετοιμάσει το έδαφος. Οι σοφιστές ουσιαστικά δεν
έκαναν τίποτε άλλο παρά να μεταφέρουν και στις ανθρώπινες σχέσεις τις αρχές της
μηχανικής αιτιοκρατίας, την οποία οι Ίωνες φυσικοί είχαν εφαρμόσει στην
ερμηνεία του φυσικού κόσμου.
Την καινούρια αυτή αντίληψη, ότι η
ανθρώπινη συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης φυσικών και όχι
υπερφυσικών δυνάμεων, την αποδέχτηκε ο Θουκυδίδης και τη θεώρησε ως το καλύτερο
μέσο για την ανίχνευση και αξιολόγηση των σε δράση δυνάμεων στην Αθήνα και την
υπόλοιπη Ελλάδα, τόσο στην εποχή του όσο και στο παρελθόν. Ήταν ακόμη βέβαιος
ότι οι δυνάμεις αυτές θα ενεργήσουν ίδια και στο μέλλον, γι’ αυτό μίλησε για
παντοτινή χρησιμότητα του βιβλίου του («κτήμα ες αιεί»). Με την αποδοχή μιας τέτοιας
νομοτέλειας είναι δυνατή η πρόγνωση, η ως ένα δηλαδή βαθμό πρόβλεψη του
μέλλοντος, το σπουδαιότερο προσόν, όπως πιστεύει ο Θουκυδίδης, για έναν
πολιτικό. Η Ιστορία του Θουκυδίδη στην ουσία δεν είναι τίποτε
άλλο παρά ένα εγχειρίδιο για τους μεταγενέστερους πολιτικούς, που βοηθάει να
προβλέψουν, με μεγάλη πιθανότητα, το μέλλον.
Ο Θουκυδίδης δεν έγραψε ιστορία της
Ελλάδας ή της Αθήνας από το 431 ή από το 479 ως το 404 π.Χ., ούτε ιστορία του
πολιτισμού ή ιστορία πολιτική των χρόνων αυτών, αλλά μονάχα ιστορία του πολέμου
του 431-404. Ό,τι δεν έχει άμεση σχέση με τον πόλεμο αυτόν το αγνοεί, έστω και
αν αυτό είναι κάποιο σπουδαίο πολιτικό γεγονός. Περιφρονεί τα ανέκδοτα, τις
κακογλωσσιές και καθετί που σχετίζεται με την ιδιωτική ζωή των δημόσιων αντρών.
Εξαίρεση κάνει για τον Αλκιβιάδη, επειδή η προκλητική ιδιωτική ζωή του είχε
σοβαρές πολιτικές συνέπειες: έδωσε αφορμή να τον μισούν πολλοί Αθηναίοι και
έτσι μπόρεσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι να τον εξουδετερώσουν.
Σκοπός του Θουκυδίδη, όταν έγραφε
την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου, ήταν όχι τόσο να διασώσει για τους
μεταγενέστερους τα γεγονότα καθαυτά, επειδή δηλαδή ήταν σημαντικά, όσο να τα
κάνει μόνιμες για κείνους πηγές πολιτικής διδαχής. Η γνώση του παρελθόντος
μπορούσε να γίνει κλειδί για κάποια γνώση του μέλλοντος, το οποίο ενδέχεται να
είναι ίδιο ή παρόμοιο με το παρελθόν. Η φράση «κτήμα εις αιεί» δε σημαίνει τόσο
προσδοκία μόνιμης αναγνώρισης της λογοτεχνικής ποιότητας του έργου, όσο
πεποίθηση στη διαρκή αξία των μαθημάτων που αυτό προσφέρει.
Τα ιστορικά γεγονότα ο Θουκυδίδης
ζητά να ερμηνεύσει μόνον ως αποτέλεσμα δράσης παραγόντων φυσικών, ενδοκοσμικών.
Οι θεοί, ως παράγοντες λιγότερο ή περισσότερο καθοριστικοί των γεγονότων,
λείπουν εντελώς από το έργο του. Δεν μπορεί όμως με βεβαιότητα να συμπεράνει
κανείς από αυτό πως ο ιστορικός ήταν άθεος. Παρόλο, πάντως, που οι θεοί δεν
έχουν θέση στην Ιστορία του Θουκυδίδη, δέχεται ότι υπάρχει ένα
στοιχείο που δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί και που εκείνος ονομάζει τύχη. Το
στοιχείο αυτό ο ιστορικός δεν το θεωρεί υπερφυσικό, αλλά φυσικό: τύχη είναι τα
περιστατικά εκείνα που δεν μπορούν να προβλεφτούν (λ.χ. ο λοιμός τη δεύτερη
χρονιά του πολέμου) και επιδρούν αποφασιστικά στα γεγονότα. Με την αποδοχή αυτή
ο Θουκυδίδης δε μειώνει το ρόλο του ανθρώπινου νου, αλλά μάλλον τον τονίζει: αν
υπάρχει μια μικρή περιοχή στην οποία πρόγνωση δε χωρεί, υπάρχουν μεγαλύτερες
και σημαντικότερες στις οποίες αυτή είναι δυνατή.
Η άποψη που έχει διατυπωθεί από
μερικούς ότι τάχα ο Θουκυδίδης δεν κατάλαβε την επίδραση του οικονομικού
παράγοντα στα γεγονότα που εξιστορεί, είναι αστήριχτη, γιατί σε πολλά σημεία
στο έργο του, και όχι μονάχα ευκαιριακά, εκθέτει με σαφήνεια τη σχέση που
υπάρχει ανάμεσα στην οικονομία μιας πολιτείας και την κοινωνική ευημερία ή
δυστυχία, την πολιτική σταθερότητα ή αναταραχή και τις κάθε λογής βιαιότητες.
Από το γεγονός ότι το έργο δεν
τέλειωσε (σταματά απότομα στο 8ο βιβλίο –21η χρονιά του πολέμου– στη νίκη των
Αθηναίων στο ακρωτήριο Κυνός σήμα και την ανακατάληψη της Κυζίκου –δικός μας
Σεπτέμβριος του 411 π.Χ.) είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι αυτό, όπως το
έχουμε σήμερα, δεν πήρε την τελική μορφή που ο συγγραφέας θα του έδινε, αν το
είχε συμπληρώσει και ότι θα είναι δυνατό να βρεθούν σε αυτό σημάδια των
χρονικών περιόδων στις οποίες τα διάφορα μέρη γράφτηκαν.
Αυτές και παρόμοιες σκέψεις στάθηκαν
αφορμή να διατυπωθούν, από τα μέσα του 19ου αι. και ύστερα, διάφορες υποθέσεις
για τη σύνθεση του έργου, να δημιουργηθεί δηλαδή το λεγόμενο γενετικό ή
θουκυδίδειο πρόβλημα. Οι φιλόλογοι που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα αυτό μπορούν
να καταταχτούν σε δύο κατηγορίες: στους λεγόμενους αναλυτικούς και τους
ενωτικούς. Οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι το αρχικό σχέδιο του Θουκυδίδη
περιοριζόταν στην εξιστόρηση του δεκάχρονου ή αρχιδάμειου πολέμου (431-421) και
πως μονάχα ύστερα από την εκστρατεία της Σικελίας (415-413) και τα γεγονότα που
ακολούθησαν, τροποποίησε το σχέδιο αυτό. Αναλύουν το έργο και προσπαθούν να
ξεχωρίσουν στρώματα παλιότερα και νεότερα και να καθορίσουν την εξέλιξη των
αντιλήψεων του ιστορικού. Οι ενωτικοί, από το άλλο μέρος, νομίζουν ότι το έργο,
που την οριστική του μορφή πήρε μονάχα μετά το 404, γράφτηκε από τον ιστορικό
με την αντίληψη ότι ο 27χρονος πόλεμος ήταν ένας.
Λύση στο πρόβλημα αποδεκτή από όλους
τους φιλόλογους δεν έχει ακόμη δοθεί. Εκείνο που θεωρείται σχεδόν βέβαιο είναι
ότι το έργο του Θουκυδίδη θεμελιώνεται από την αρχή πάνω σε μια ιδέα και στις
ίδιες αρχές. Οι κοσμοθεωρητικές του απόψεις και η μέθοδός του δεν άλλαξαν στα
χρόνια που κράτησε ο πόλεμος. Δεν ξανάγραψε το έργο, όταν τέλειωσε ο πόλεμος,
γιατί τάχα είχε πάψει να πιστεύει στις ιδέες και τη μέθοδο που πίστευε όταν ο
πόλεμος άρχιζε, αλλά μονάχα το αναθεώρησε, για να εκφράσει αυτές τις πρώιμες
ιδέες καθαρότερα και να φέρει ως την άκρη τη μέθοδο που από την αρχή είχε στο
νου του. Ο Θουκυδίδης έδειξε με τις Ιστορίες του το θρίαμβο
μιας διάνοιας, που, ενώ μένει αγκιστρωμένη στα γεγονότα, έχει ταυτόχρονα την
ικανότητα να τα υποτάσσει πάντα στην κυριαρχική της δύναμη.
Αβάσιμη είναι και η άποψη εκείνη
κατά την οποία οι δημηγορίες, οι λόγοι δηλαδή των πολιτικών ή στρατιωτικών
ηγετών που υπάρχουν στο έργο και αποτελούν το ένα του πέμπτο, είτε είναι
πλαστές είτε ριζικά αλλαγμένες από το Θουκυδίδη. Γιατί αν αμφισβητηθεί η
αξιοπιστία του ιστορικού, αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί σε μόνες τις
δημηγορίες.
Ο Θουκυδίδης, που αναγνωρίζει ως
παράγοντες της ιστορίας την απροσχημάτιστη βία και το δίκαιο του δυνατότερου,
δε φαίνεται να τα εγκρίνει. Η φθορά των αξιών γίνεται αναπόφευκτη στους
πολέμους και τις εμφύλιες διαμάχες. Οι προσωπικές φιλοδοξίες και η κομματική
εμπάθεια κάνουν τότε τους ανθρώπους αδίστακτους. Η φράση «βίαιος διδάσκαλος ο
πόλεμος» έχει κεντρική θέση στο έργο του Θουκυδίδη. Λίγοι είναι εκείνοι, γράφει
ο ιστορικός, που πιστεύουν σε ηθικές αξίες και στη δράση τους δεσμεύονται από
αυτές. Η μεγάλη πλειονότητα είναι εγωιστές, φιλόδοξοι, πλεονέκτες, υποκριτές.
Παρά την αριστοκρατική του καταγωγή
και τη συμπάθειά του για τους ολιγαρχικούς, ο Θουκυδίδης καταλαβαίνει την αξία
της δημοκρατίας και συχνά μιλά γι’ αυτό στο έργο του: η εκπληκτική αντίσταση
της Αθήνας –ακόμη και ύστερα από την καταστροφή στη Σικελία– οφειλόταν στο
δημοκρατικό της πολίτευμα. Η επιμονή του, στην αρχή κιόλας του έργου του, στους
λόγους της ακμής της Αθήνας είναι απότιση φόρου τιμής στην αξία των ελεύθερων
θεσμών, και ενώ ο ιστορικός είδε και επισήμανε τις αδυναμίες της
δημοκρατούμενης Αθήνας, όμως δεν του ξέφυγε τι χρωστούσε η Ελλάδα στη
δημοκρατία.
Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στα
νεότερα χρόνια το έργο του Θουκυδίδη θαυμάστηκε και ας έμεινε ατέλειωτο. Ο
Άγγλος ιστορικός Μακόλεϊ έχει πει γι’ αυτό: «Δεν υπάρχει σε πεζό λόγο έργο που
να μπορώ να το βάλω πιο ψηλά από το έβδομο βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη.
Είναι το τελειότερο επίτευγμα της τέχνης του λόγου». Παρόμοιοι έπαινοι για το
Θουκυδίδη και το έργο του γράφτηκαν και γράφονται ως τις μέρες μας από τους
μεγαλύτερους διανοητές.
Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου