Αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της
Κίνας στο νοτιοδυτικό τμήμα της. Έχει έκταση 1.200.000 τ. χλμ. και πληθυσμό
2.220.000 κατοίκους και συνιστά την πιο αραιοκατοικημένη περιοχή της Κίνας. .
. .
Παρά τις κινεζικές προσπάθειες για αλλοίωση της
πληθυσμιακής σύνθεσης της χώρας του Θιβέτ οι
Θιβετιανοί εξακολουθούν να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.
Το Θιβέτ συνορεύει στα βόρεια με την αυτόνομη περιοχή της Κίνας Ξινγιάγκ
Ουιγκούρ και την επαρχία Τσιγκχάι, ανατολικά με τις επαρχίες Σετσουάν, νότια με
την επαρχία Γιουνάν και με τα κράτη της Μιανμάρ, της Ινδίας, του Μπουτάν, του
Νεπάλ και δυτικά με την Ινδία και την περιοχή του Αξάι Τσιν, πρώην τμήμα της
ινδικής επικράτειας που παραμένει υπό κινεζική κατοχή. Πρωτεύουσα του Θιβέτ
είναι η Λάσα (124.000 κάτ.).
Το Θιβέτ αποτελεί το μεγαλύτερο και
υψηλότερο οροπέδιο (4.000-6.000 μ.) της Γης. Περικλείεται από τα Ιμαλάια στο
νότο και τους ορεινούς όγκους Καρακόρουμ στα δυτικά και Κουνλούν στα βόρεια.
Στο κέντρο του οροπεδίου υπάρχουν πολλές υφάλμυρες λίμνες (Γκουγκ Λου, Ριγκ
Κο). Από το Θιβέτ πηγάζουν πολλά και μεγάλα ποτάμια, σπουδαιότερα από τα οποία
είναι ο Γιαγκ Τσε, ο Χουάγκ Χο, ο Ινδός, ο Μεκόγκ, ο Βραχμαπούτρα, ο Γάγγης
κ.ά.
Το κλίμα του Θιβέτ είναι ηπειρωτικό,
με πολύ ψυχρούς χειμώνες και ξερά και θερμά καλοκαίρια. Οι βροχοπτώσεις είναι
ελάχιστες. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 1,1°C.
Το Θιβέτ είναι χώρα φτωχή. Οι
κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μεγάλο μέρος
του πληθυσμού ζει σε νομαδική η ή ημινομαδική κατάσταση. Παράγονται σιτηρά,
όσπρια και λαχανικά, καθώς και οπωροφόρα. Αρκετά αναπτυγμένη είναι η κτηνοτροφία
αιγοπροβάτων, βοοειδών, αλόγων και γιακ, η οποία και τροφοδοτεί τις βιοτεχνίες
υφασμάτων και δερμάτων. Το γιακ, ζώο της οικογένειας των Βοοειδών, είναι ο
χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ζωικού βασιλείου της χώρας. Δύο μεγάλοι δρόμοι,
που κατασκεύασαν οι Κινέζοι, διασχίζουν το Θιβέτ από Β προς Ν και από Α προς Δ
και τέμνονται στην πρωτεύουσα Λάσα.
Οι Θιβετιανοί είναι βουδιστές και
ανήκουν στον ιδιαίτερο κλάδο του λαμαϊσμού (πιστεύουν ότι ο πνευματικός αρχηγός
τους, ο Δαλάι Λάμα, είναι η μετενσάρκωση του Βούδα). Έως το 1950, όταν τα
κινεζικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Θιβέτ, ο Δαλάι Λάμα αντιπροσώπευε την
αναμφισβήτητη κεφαλή τόσο της θρησκευτικής όσο και της πολιτικής ηγεσίας της
χώρας, καθώς πέραν των θρησκευτικών του αρμοδιοτήτων διόριζε τους φορείς της
εκτελεστικής εξουσίας και διασφάλιζε την επίβλεψη της τοπικής διοίκησης.
Ιστορία. Τα κινεζικά χρονικά αναφέρουν με
την ονομασία Κιαγκ κάποιους λαούς, στις περιφέρειες του σημερινού Θιβέτ, που
ζούσαν ζωή νομαδική.
Ο αληθινός θεμελιωτής της θιβετιανής
«Αυτοκρατορίας» είναι ο Ναμρισρόγκ Βτσαν, που το 622 μ.Χ. ένωσε τις σκόρπιες
φυλές και προετοίμασε την ένδοξη βασιλεία του γιου του Σρογκ (617-698). Την εν
λόγω περίοδο ιδρύθηκε και η πρωτεύουσα του Θιβέτ Λάσα. Ο Σρογκ εισήγαγε στο
Θιβέτ τον κινεζικό πολιτισμό και την κινεζική πολιτική οργάνωση. Στα χρόνια του
εξαπλώθηκε ο βουδισμός, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση με την παλιότερη
ειδωλολατρική θρησκεία Μπον Πο.
Η θρησκευτική σύγκρουση εξασθένισε
τη μοναρχία, η οποία έπαψε να υπάρχει κατά τα τέλη του 9ου αι. Από τότε η
εξουσία πέρασε στους ευγενείς και τους λάμα, τους ηγέτες δηλαδή των
θρησκευτικών αιρέσεων που προήλθαν από το βουδισμό. Από το 1247, κατά την
περίοδο βασιλείας του Κουμπλάι Χαν, το Θιβέτ υπάγεται σε μογγολική
επικυριαρχία, η οποία, αν και όχι χωρίς διακοπές, διατηρείται για αιώνες.
Το 1720, ύστερα από σκληρούς αγώνες,
οι Κινέζοι τοποθέτησαν στο πλευρό του Δαλάι Λάμα δύο δικούς τους αντιπροσώπους.
Με εντολή του Πεκίνου, προς το τέλος του 18ου αι., το Θιβέτ έκλεισε τα σύνορά
του στους ξένους και αυτό κράτησε έως το 1904. Τη χρονιά αυτή εισήλθε στη Λάσα
αγγλικό εκστρατευτικό σώμα υπό το λόρδο Κόρζον.
Ακολούθησαν εχθροπραξίες με την
Κίνα, ενώ από το 1914 επιβλήθηκε αγγλικό προτεκτοράτο, χωρίς ωστόσο να
ξεκαθαριστεί το ζήτημα της κινεζικής επικυριαρχίας στη χώρα, εφόσον εξάλλου η κινεζική
κυβέρνηση ουδέποτε αναγνώρισε επίσημα την πολιτική κατάσταση που επιβλήθηκε στη
χώρα. Αυτό είχε ως συνέπεια μια χρόνια εκκρεμότητα που δεν έπαψε παρά την de facto ανεξαρτησία
της κυβέρνησης του Δαλάι Λάμα από το Πεκίνο.
Η εισβολή των κινεζικών στρατευμάτων
στο Θιβέτ οδήγησε στη σταδιακή ενσωμάτωση του Θιβέτ στην κινεζική επικράτεια,
ενώ από το 1965 το Θιβέτ αποτελεί περιφέρεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Κατά τη διάρκεια της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης στην περιοχή
καταστράφηκαν πολλά βουδιστικά μοναστήρια και υπολογίζεται ότι σκοτώθηκε το 1/6
του πληθυσμού της περιοχής. Το 1980, με το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης,
η Κίνα ανακοίνωσε μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση του Θιβέτ, επιτρέποντας τις
θρησκευτικές εκδηλώσεις και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων μοναστηριών. Το
1987 και το 1993 σημειώθηκαν πολλές διαμαρτυρίες για την κινεζική διακυβέρνηση,
στις οποίες η κινεζική κυβέρνηση απάντησε με βιαιότητα.
Το 1988 η κινεζική κυβέρνηση
αναγνώρισε επίσημα τη θιβετιανή γλώσσα.
Το 1993 διεξήχθησαν για πρώτη φορά
διαπραγματεύσεις μεταξύ της Κίνας και εκπροσώπων του Δαλάι Λάμα, χωρίς
αποτέλεσμα.
Το 1995, ενώ ο Δαλάι Λάμα
αναγνωρίζει ένα εξάχρονο αγόρι ως τη νέα μετενσάρκωση του Πάντσεν Λάμα,
δεύτερου στην ιεραρχία του Θιβέτ, η Κίνα συλλαμβάνει το αγόρι και ορίζει δικό
της υποψήφιο, παρά τις διαμαρτυρίες των Θιβετιανών. Τελικά, η κινεζική
κυβέρνηση παρέκαμψε και τους δύο υποψηφίους. Ωστόσο, το ζήτημα του Θιβέτ και η
καταπίεση των πολιτιστικών, θρησκευτικών, μορφωτικών και πολιτικών δικαιωμάτων
των Θιβετιανών παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα προσκόμματα στις σχέσεις της
Κίνας με τη διεθνή κοινότητα και συνιστούν εμπόδιο για την ένταξή της στους
διεθνείς οργανισμούς.
Η διεθνοποίηση αυτή του ζητήματος
του Θιβέτ σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις επίπονες προσπάθειες των Θιβετιανών
της διασποράς και του εξόριστου από το 1959 14ου Δαλάι Λάμα, μιας
προσωπικότητας που κατόρθωσε να ενσαρκώσει στο σύγχρονο κόσμο το πρότυπο της μη
βίας στον αγώνα διεκδίκησης κοινωνικών και εθνικών δικαιωμάτων.
Επιμέλεια Άρθρων & Φωτογραφίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου