Αγαμέμνων, ο Βασιλιάς των Μυκηνών και αρχηγός των Ελλήνων που πολέμησαν κατά της Τροίας. Η γενεαλογία του αρκετά συγκεχυμένη. Ο Αγαμέμνονας ήταν ένδοξος και τραγικός βασιλιάς των Μυκηνών. . . .
Ο ένδοξος και τραγικός βασιλιάς
των Μυκηνών.
Το βασίλειό του ήταν
μεγάλο - το μεγαλύτερο εκείνης της εποχής - και πολύ πλούσιο. Στην
πραγματικότητα όμως ο Αγαμέμνονας ήταν ένας πολύ δυνατός βασιλιάς που εξουσίαζε
μικρότερους βασιλείς. Το κράτος του, με κέντρο το Άργος, άπλωνε την εξουσία του
στην Πελοπόννησο και σ' όλα τα νησιά ανάμεσα στην Κρήτη και την Ιθάκη και
βόρεια η επιρροή του έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία.
Οι πληροφορίες μας γι' αυτόν
προέρχονται κυρίως από τον Όμηρο, αλλά και από τις ιστορικές παραδόσεις. Η
ιστορία της οικογένειάς του είναι γεμάτη δολοπλοκίες και βίαιους θανάτους και ο
ίδιος μας παρουσιάζεται ως μια από τις πιο τραγικές μορφές της ελληνικής
μυθολογίας. Είναι από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία κουβαλούν από τη γέννησή τους
την κατάρα του μίσους και του αίματος, που χτυπάει μια οικογένεια, όταν η έχθρα
φωλιάσει ανάμεσα στ' αδέρφια. Σύμφωνα με την παράδοση, η οικογένειά του
δημιουργήθηκε από τον Πέλοπα και την Ιπποδάμεια, που απέκτησαν πολλά παιδιά και
ανάμεσά τους δυο, τον Ατρέα και τον Θυέστη, οι οποίοι έγιναν γνωστοί για το
μίσος που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Επιδίωξή τους ήταν να κρατήσει ο καθένας,
με κάθε τρόπο, την εξουσία του σπουδαίου θρόνου των Μυκηνών για τον εαυτό του.
Επειδή σκότωσαν ύπουλα τον πιο μικρό ετεροθαλή αδερφό τους, τον Χρύσιππο, που
ήταν η αδυναμία του πατέρα τους, ο Πέλοπας τους έδιωξε από το σπίτι. Οι δυο
δολοφόνοι κατέφυγαν τότε στο βασιλιά της Αργολίδας Ευρυσθέα, του οποίου η
μητέρα ήταν αδερφή τους.
Ο Ατρέας παντρεύτηκε την Αερόπη και
μαζί της απέκτησε δυο παιδιά: τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Υπάρχει όμως και
δεύτερη εκδοχή για τη γέννηση του Αγαμέμνονα, η οποία λέει ότι ήταν γιος της
Αερόπης, που ήταν κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα και του εγγονού του Πέλοπα
Πλεισθένη. Όταν ο πατέρας της Αερόπης έμαθε ότι η κόρη του είχε ερωτικές
σχέσεις μ' έναν από τους θεράποντές του, την έστειλε στο βασιλιά της Εύβοιας
Ναύπλιο με την υπόδειξη να τη σκοτώσει. Εκείνος όμως λυπήθηκε το κορίτσι και
αντί να το θανατώσει, το πάντρεψε με τον Πλεισθένη. Από την ένωση αυτή
γεννήθηκαν τρία παιδιά: ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος και η Αναξιβία. Ο
Πλεισθένης όμως πέθανε νέος και τα παιδιά του μεγάλωσαν με πολλή φροντίδα και
στοργή κοντά στον παππού τους Ατρέα, που ήταν ο πατέρας του Πλεισθένη.
Έτσι κάποιοι τα θεώρησαν παιδιά του
και όχι εγγόνια και αυτός είναι και ο λόγος που τα δυο παιδιά ονομάζονται και
Ατρείδες, δηλαδή παιδιά του Ατρέα.
Σ' αυτή την εκδοχή συνηγορεί και μια
άλλη παράδοση, που θεωρεί τον Πλεισθένη αδερφό του Ατρέα, ο οποίος, όταν πέθανε
ο Πλεισθένης, παντρεύτηκε τη χήρα του Αερόπη. Η παράδοση θεωρεί ως πιο αληθινή
την πρώτη περίπτωση. Όταν πέθανε ο Ευρυσθέας, ένας χρησμός είπε ότι ο κενός
θρόνος της Αργολίδας πρέπει να περιέλθει σε κάποιον από την οικογένεια του
Πέλοπα. Με το χρησμό αυτόν αρχίζει και η έριδα ανάμεσα στον Ατρέα, τον πατέρα
του Αγαμέμνονα, και το θείο του Θυέστη. Ποιος από τους δυο θα γίνει ο νέος
βασιλιάς.
Ο Θυέστης έκανε τόσα πολλά κακά στον
Ατρέα, προκειμένου να καταλάβει την εξουσία, ώστε και ο ίδιος ο Δίας θύμωσε
φοβερά μαζί του και, για να φανερώσει στους ανθρώπους το θυμό του, άλλαξε την πορεία
του ήλιου. Όταν ο λαός του βασιλείου είδε ν' ανατέλλει ο ήλιος από τη δύση,
κατάλαβε την κρίση των θεών, και αφού εξόρισε τον Θυέστη, έδωσε το θρόνο στον
Ατρέα. Αργότερα σ' αυτή την έριδα θα εμπλακεί και ο Αγαμέμνονας.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο το κακό
άρχισε, όταν η Αερόπη, η γυναίκα του Ατρέα και μητέρα του Αγαμέμνονα, απάτησε
τον άντρα της με τον αδερφό του και εκείνος, για να πάρει εκδίκηση, έσφαξε τα
παιδιά του Θυέστη και, αφού πρώτα τα μαγείρεψε, του τα πρόσφερε να τα φάει.
Μόλις όμως εκείνος κατάλαβε τι είχε
γίνει, έδωσε μια κλοτσιά στο τραπέζι και το αναποδογύρισε φωνάζοντας:
Έτσι αρχίζει ένας κύκλος εναλλαγής
της εξουσίας ανάμεσα στον Ατρέα και τον Θυέστη γεμάτος φόνους. Ο Αίγισθος, ο
γιος του Θυέστη, σκότωσε το θείο του τον Ατρέα και βασιλιάς γίνεται ο πατέρας
του.
Ο γιος όμως του Ατρέα, ο
Αγαμέμνονας, σκότωσε τον Θυέστη. Τελικά, η εξουσία σταθεροποιήθηκε στα χέρια
του Αγαμέμνονα, που δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την κατάρα του αίματος. Δεν πείραξε
όμως τον Αίγισθο, τον εξάδελφό του, που τον συμπαθούσε. Και αυτό, αργότερα,
αποδείχτηκε λάθος.
Ο Αγαμέμνονας παντρεύτηκε τη μια από
τις δύο κόρες του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεου, την Κλυταιμνήστρα, με την
οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τρία κορίτσια, την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τη
Χρυσόθεμη και ένα αγόρι, τον Ορέστη.
Η Κλυταιμνήστρα, πριν παντρευτεί τον
Αγαμέμνονα, είχε κάνει ήδη έναν άλλο γάμο και ο πρώτος της άντρας ήταν
ένας γιος του Θυέστη και λεγόταν Τάνταλος. Είχε δηλαδή το όνομα του παππού του.
Ο Αγαμέμνονας, όταν την είδε, ένιωσε
έντονη ερωτική επιθυμία για τη γυναίκα του εξαδέλφου του και για να πάψει να
υπάρχει το εμπόδιο, τον σκότωσε και μαζί και το παιδί που είχε αποχτήσει από
την Κλυταιμνήστρα.
Αντίθετα, τον ήθελε ο πατέρας της, ο
Τυνδάρεος που είχε δείξει ότι εκτιμά τον Αγαμέμνονα από την εποχή που ήταν μαζί
εξόριστοι στην Αιτωλία, όπου είχαν βρει εκεί καταφύγιο τα δυο αδέρφια -ο
Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος- ύστερα από το φόνο του πατέρα τους, του Ατρέα,
επειδή φοβούνταν μήπως έχουν και αυτοί την ίδια τύχη.
Τα δίδυμα αδέρφια της
Κλυταιμνήστρας, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, προκειμένου να προστατέψουν την
αδερφή τους, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του Αγαμέμνονα.
Τελικά όμως, ο πατέρας της, ο Τυνδάρεως,
την υποχρέωσε, παρά το μίσος που εκείνη ένιωθε για τον Αγαμέμνονα, να μείνει
κοντά στο σύζυγο που της επέβαλλε ο ίδιος.
Όταν ο Πάρης έκλεψε τη γυναίκα του
αδερφού του Μενέλαου, την ωραία Ελένη, οι Έλληνες βασιλιάδες αποφάσισαν να
εκστρατεύσουν εναντίον της Τροίας, για να εκδικηθούν για την προσβολή. Σ' αυτή
την απόφαση συντέλεσε και ο όρκος που έδωσαν στον πατέρα της πρώτα να δεχτούν
όλοι την εκλογή και ύστερα να βοηθήσουν αυτόν που θα διάλεγε η Ελένη, αν
κάποιος σκόπευε ν' αμφισβητήσει αυτή την απόφαση.
Ένας πρόσθετος λόγος που ήθελε και ο
Αγαμέμνονας να γίνει αυτή η εκστρατεία και να επιτύχει, πέρα από το ότι ήθελε
και ο ίδιος να διακριθεί στον πόλεμο, ήταν ότι η προσβολή έγινε στο πρόσωπο του
αδερφού του Μενέλαου. Και έκανε ό,τι μπορούσε για να πάρουν μέρος σ' αυτήν όλοι
οι ήρωες, αφού κάποιοι ήθελαν, εξαιτίας κάποιων χρησμών, να τον αποφύγουν.
Εκτός από τον Πηλέα, που γνώριζε την
τύχη του γιου του Αχιλλέα και γι' αυτό προσπαθούσε
να μην τον αφήσει να πάει, και ο Οδυσσέας δεν ήθελε να πάρει μέρος, επειδή
ήξερε ένα χρησμό που έλεγε ότι θα επέστρεφε στους δικούς του ύστερα από 20
χρόνια. Έτσι, για να πείσουν τον Οδυσσέα, πήγε μια μεγάλη αντιπροσωπεία στην
Ιθάκη με επικεφαλής τον Αγαμέμνονα και ενώ ο Οδυσσέας παρίστανε τον τρελό, ο
Παλαμήδης, ο ήρωας "των εφαρμογών και των τεχνασμάτων", τον ξεσκέπασε
μ' ένα τέχνασμα και τον ανάγκασε να τους ακολουθήσει.
Ο Αγαμέμνονας με τα καράβια και το
στρατό του ξεκίνησε για την Αυλίδα, όπου θα γινόταν πρώτα η συγκέντρωση όλων
των βασιλιάδων με τα στρατεύματά τους και ύστερα, όταν φυσούσε ούριος άνεμος, η
αναχώρηση του στόλου.
Στο παλάτι του στις Μυκήνες, εκτός
από τη γυναίκα του, άφησε τρεις κόρες και ένα μικρό γιο, τον Ορέστη, και όρισε
αντικαταστάτη του στη διοίκηση του κράτους τον Αίγισθο.
Ποιος όμως ήταν ο Αίγισθος στον
οποίο ο Αγαμέμνονας εμπιστεύτηκε το βασίλειό του;
Ήταν καρπός βίαιης αιμομικτικής
πράξης πατέρα με την κόρη του· του Θυέστη και της Πελοπίας. Η φριχτή αυτή πράξη
έγινε, γιατί υπήρχε χρησμός που έλεγε ότι το παιδί αυτής της ένωσης θα έπαιρνε
εκδίκηση για τον πατέρα του.
Έτσι ο Αγαμέμνονας άφησε στη θέση
του, χωρίς να το ξέρει, το μελλοντικό δολοφόνο του. Παράλληλα όμως άφησε κοντά
στην Κλυταιμνήστρα και έναν πιστό του αοιδό να τη συμβουλεύει, μόνο που η
παρουσία του δεν κράτησε για πολύ, μια και τον εξόρισε ο Αίγισθος σε νησί, για
να έχει το πεδίο ελεύθερο.
Τελικά ο Αίγισθος προκειμένου να
πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, έκανε την Κλυταιμνήστρα ερωμένη του.
Την αρχηγία αυτής της εκστρατείας,
όταν μαζεύτηκαν οι Έλληνες στην Αυλίδα, την πρόσφεραν αξιοκρατικά στον
Αγαμέμνονα. Ήταν ο πιο μεγάλος βασιλιάς απ' όλους. Ο ίδιος συγκρότησε και την
πιο μεγάλη δύναμη. Εκατό πολεμικά καράβια με τους πολεμιστές τους, χώρια τα
εξήντα που δάνεισε στους βουνίσιους Αρκάδες.
Ο μεγάλος κόλπος, όπου ανέμεναν τα
πλοία των Ελλήνων τον ευνοϊκό άνεμο, βρισκόταν στη Βοιωτία, απέναντι από την
Εύβοια και είχε, εκτός από ένα ναό της θεάς Άρτεμης, ένα ιερό δάσος αφιερωμένο
σ' αυτή.
Για κακή τους τύχη όμως δε φυσούσε ο
απαραίτητος ούριος άνεμος που θα βοηθούσε να γίνει ο απόπλους και αυτό, όπως
ήταν επόμενο, δεν ήταν ευχάριστο για τους στρατιώτες που άπραγοι αδημονούσαν.
Ο αρχιστράτηγος κάτι έπρεπε να
κάνει. Το απαιτούσε ο στρατός. Ίσως η θεά που ο ναός της ήταν κοντά στο
στρατόπεδο των Ελλήνων, για κάποιο λόγο, να ήταν θυμωμένη μαζί τους. Τότε ο
Αγαμέμνονας, για να εξευμενίσει τη θεά, υποσχέθηκε να της θυσιάσει τ' ομορφότερο
γέννημα της χρονιάς.
Σε κάποια στιγμή ο μεγάλος βασιλιάς,
που ήταν και σπουδαίος σκοπευτής, είδε ένα μικρό ελάφι, πανέμορφο, να
εμφανίζεται μπροστά του μέσα στο δάσος και αυτό το θεώρησε ως το πιο όμορφο
δημιούργημα εκείνου του έτους. Και τότε έκανε το φοβερό σφάλμα να ξεστομίσει
λόγια άστοχα και να θέσει σ' αμφισβήτηση τη δύναμη της θεάς: "Ούτε και η
ίδια η Άρτεμη ακόμα, αν το ήθελε, δε θα μπορούσε να σώσει πια το ζώο".
Ύστερα, μέσα στο ιερό δάσος, σημάδεψε και σκότωσε το ελαφάκι.
Η πράξη αυτή και τα λόγια του
Αγαμέμνονα εξόργισαν τη θεά, που συνέχισε να μην επιτρέπει να φυσήξει ο
κατάλληλος άνεμος.
Φυσικά υπάρχουν και άλλες εκδοχές
για τους λόγους που ήταν οργισμένη η θεά Άρτεμη.
Η πρώτη έλεγε ότι, όταν σε κυνήγι ο
Αγαμέμνονας χτύπησε ένα ελάφι, κόμπασε πως ούτε η θεά Άρτεμη θα σημάδευε πιο
καλά. Και η δεύτερη ότι είχε υποσχεθεί να θυσιάσει στο βωμό της θεάς το πιο
καλό από τα γεννήματά του και δεν πραγματοποίησε αυτό που υποσχέθηκε.
Τότε ρώτησαν τον ονομαστό μάντη
Κάλχα, που τον είχε φέρει μαζί του ο Αγαμέμνονας στο στρατόπεδο, τι έπρεπε να
κάνουν για να εξευμενίσουν τη θεά και να φυσήξει ούριος άνεμος.
Και κείνος, ύστερα από τη θυσία που
έκανε, απευθυνόμενος στον Αγαμέμνονα, είπε ότι δε θα ξεκινήσει κανένα πλοίο,
πριν θυσιάσει στη θεά Άρτεμη την όμορφη κόρη του Ιφιγένεια.
Φυσικό ήταν να δημιουργηθεί
αναταραχή. Ποιος πατέρας θα μπορούσε πρόθυμα να σκοτώσει το παιδί του.
Ο Αγαμέμνονας διστάζει. Προσπαθεί να
το αποφύγει.
Τι θα γινόταν όμως εκείνος ο στρατός
που συγκεντρώθηκε για χάρη του αδερφού του;
Ήταν δυνατόν να μη συμμορφωθεί
με το χρησμό;
Το συγκεντρωμένο στράτευμα φωνάζει.
Απειλεί. Λένε ότι θα γυρίσουν πίσω. Ο Αγαμέμνονας διαπιστώνει ότι ήταν αδύνατο
να πράξει διαφορετικά.
Τελικά μέσα του υπερισχύει ο
αρχιστράτηγος και όχι ο πατέρας. Αναγκάζεται να δεχτεί. Μα πάλι πώς ήταν
δυνατόν να της το πει;
Και τότε ο παμπόνηρος, ο πολυμήχανος
Οδυσσέας αναλαμβάνει μια δύσκολη αποστολή: να φέρει με δόλο την Ιφιγένεια στην
Αυλίδα.
Της λέει ψέματα. Την
κολακεύει. Το πιο όμορφο παλικάρι, ο γιος μιας θεάς, ο Αχιλλέας, θα γίνει ο άντρας της.
Έτσι ξεγέλασαν την κόρη και τη
μητέρα της την Κλυταιμνήστρα και τις έφεραν στην Αυλίδα, όπου, αντί για γάμο,
την Ιφιγένεια περίμενε ο θάνατος.
Η Άρτεμη όμως είχε διαφορετικά
σχέδια και όταν όλα ήταν έτοιμα για τη θυσία, άρπαξε την Ιφιγένεια και στη θέση
της στο βωμό έβαλε ένα ελάφι.
Μ' αυτόν τον τρόπο η θεά έσωσε την
Ιφιγένεια και ταυτόχρονα έδειξε και τη δύναμη που είχε, όταν ήθελε να σώζει,
πράγμα για το οποίο είχε ο υπερόπτης Αγαμέμνονας αμφιβολίες.
Τελικά τα πλοία ξεκίνησαν και
έφτασαν στην Τροία.
Ο Αγαμέμνονας δεν είναι νέος στην
ηλικία, αλλά έχει μεγαλόπρεπη εμφάνιση, όπως μας τον παρουσιάζει ο Όμηρος στην
Ιλιάδα. Ψηλός, γεμάτος, επιβλητικός, αρχοντικός. Τον αποκαλεί «Διογέννητο» και
δεν κρύβει το θαυμασμό του για το πρόσωπό του. Τον παρουσιάζει να
εμψυχώνει το στρατό και να επιπλήττει όσους δεν έδειχναν προθυμία να
πολεμήσουν. Παίρνει μέρος στις μάχες, όπου διακρίνεται, σκοτώνοντας πολλούς
Τρώες και μάλιστα προτείνει να μονομαχήσει με τον Έκτορα. Και αργότερα, αν και
τραυματισμένος, για να δώσει κουράγιο στο στρατό, ξαναμπαίνει στη μάχη.
Ο ίδιος όμως ποιητής μας λέει ότι
δυο φορές, σε δύσκολες περιστάσεις, δείλιασε και μάλιστα πρότεινε να τα
παρατήσουν και να επιστρέψουν στην Ελλάδα, πράγμα που κάνει τον Οδυσσέα να τον
πει δειλό και ανάξιο να είναι αρχηγός των γενναίων Ελλήνων.
Ήταν ένας βασιλιάς με πολλά
προτερήματα και ελαττώματα και πάντα η μοίρα του συνδεμένη με μια γυναίκα. Και
σαν χαρακτήρας δε φημίζεται για τους καλούς του τρόπους.
Ήταν πολύ πεισματάρης, πράγμα που
δηλώνει και τ' όνομά του, που το συνθέτουν δυο λέξεις: "άγαν" και «μέμνων» και
σημαίνει τον πολύ επίμονο, τον καρτερικό.
Πρέπει όμως γενικά να παραδεχτούμε
ότι στα δέκα χρόνια που κράτησε ο πόλεμος, διοίκησε το στρατό με πολλή
ικανότητα και ο ίδιος με το σπαθί και το κοντάρι στάθηκε στην πρώτη γραμμή και
πολέμησε πραγματικά σαν ήρωας.
Του αρέσει να κρατά και εδώ στην
Τροία το σκήπτρο που έφερε μαζί του από την πατρίδα και συμβόλιζε παλιά την
κυριαρχία του στο Άργος και τώρα στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Αυτό το
σκήπτρο έχει την ιστορία του.
Μια άλλη όμως εκδοχή λέει ότι ο Δίας το χάρισε στον Ερμή και αυτός το έδωσε στο φίλο
του Πέλοπα. Ο Πέλοπας με τη σειρά του το πρόσφερε στον Ατρέα και από εδώ και πέρα
το κληρονομούν οι βασιλιάδες των Μυκηνών. Πρώτα ο Θυέστης και τώρα ο
Αγαμέμνονας. Είναι ένα τιμητικό σύμβολο που δεν το αποχωρίζεται ποτέ.
Το πόσο δεσποτικός ήταν ο
Αγαμέμνονας από τη φύση του, το φανέρωσε και στην Τροία, μια και πάλι έγινε
αφορμή να υποστούν νέα δεινά οι Έλληνες, τότε που έδειξε και πάλι τον
υπεροπτικό χαρακτήρα του και άρχισε η φιλονικία του με τον Αχιλλέα. Προκειμένου να πετύχει αυτό
που ήθελε, δε γνώριζε όρια.
Μετά από εννιά χρόνια πόλεμο με τους
Τρώες θα γίνει σχεδόν υπεύθυνος σε μια ταπεινωτική υποχώρηση των Ελλήνων.
Αιτία σ' αυτή τη διαμάχη υπήρξαν δυο πανέμορφες νεαρές γυναίκες, η Βρισηίδα και
η Χρυσηίδα. Οι δυο αυτές κοπέλες ξεχώριζαν ανάμεσα στα λάφυρα και τους
αιχμαλώτους που κουβάλησαν μαζί τους οι Έλληνες σε μια από τις πολλές επιδρομές
που έκαναν γύρω και κάπως μακρύτερα από την Τροία.
Η μια, η Χρυσηίδα, δόθηκε δώρο
στον αρχιστράτηγο να τον υπηρετεί και η άλλη, η Βρισηίδα, παραχωρήθηκε στον
ακατανίκητο πολεμιστή, τον Αχιλλέα. Ο γερο Χρύσης όμως, που ήταν
πατέρας της Χρυσηίδας και ιερέας του Απόλλωνα, ήρθε ικέτης εκεί που
στρατοπέδευαν οι Έλληνες και τους παρακαλούσε κλαίγοντας να του δώσουν την κόρη
του. Έφερε μάλιστα για λύτρα και τα πρόσφερε στον Αγαμέμνονα τα στεφάνια του
Απόλλωνα, που τα κρατούσε στο χρυσό του σκήπτρο επάνω.
Άδικα όμως πήγαν τα παρακάλια και τα
δάκρυα. Η σκληράδα και η υπεροψία του Αγαμέμνονα υπερίσχυσαν άλλη μια φορά. Ο
μεγάλος βασιλιάς όχι μόνο δε συγκινήθηκε, αλλά θύμωσε και τον έδιωξε με σκληρά
λόγια. Έφυγε ο ιερέας στενοχωρημένος και ύστερα, μόλις απομακρύνθηκε από το
στρατόπεδο, στάθηκε και προσευχήθηκε στο θεό που υπηρετούσε και του ζήτησε να
τιμωρήσει τους Έλληνες.
Ο Απόλλωνας τον άκουσε και, αφού
κατέβηκε από τον Όλυμπο, προκειμένου να εκδικηθεί την προσβολή που έγινε από
τον Έλληνα αρχιστράτηγο στον ιερέα του, άρχισε να χτυπά με τα βέλη του τους
στρατοπεδευμένους Αχαιούς. Ήταν φοβερή η επιθετικότητα του Απόλλωνα εναντίον
του στρατοπέδου των Ελλήνων.
Εννιά μέρες κράτησε η συμφορά αυτή
και τη δέκατη, ύστερα από έντονη λογομαχία με τους άλλους βασιλιάδες και
ιδιαίτερα με τον Αχιλλέα που τον αποκάλεσε δειλό,
μέθυσο και πλεονέκτη, μια και τον ενδιέφερε πώς θα έπαιρνε τα πιο πολλά λάφυρα,
ο Αγαμέμνονας έστειλε πίσω στον πατέρα της τη Χρυσηίδα.
Ήταν τόσο έντονη η λογομαχία, ώστε η
θεά Ήρα ήταν εκείνη που αποσόβησε τη συμπλοκή του Αχιλλέα με τον αρχιστράτηγο, με
το να στείλει τη θεά Αθηνά να συγκρατήσει τον
οργισμένο γιο του Πηλέα και της Θέτιδας.
Αλλά ο Αγαμέμνονας ήθελε να δείξει
πως αυτός είναι ο αρχηγός και πήρε από τον Αχιλλέα, στη θέση της Χρυσηίδας που
επέστρεψε, τη Βρισηίδα.
Τώρα όμως, με τη σειρά του και
δικαιολογημένα, οργίστηκε φοβερά εναντίον του Αγαμέμνονα και ο Αχιλλέας, γιατί έχασε το δικό του
λάφυρο, τη δική του παλλακίδα.
Έτσι, με το στρατό του και το φίλο
του Πάτροκλο, αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του, μένοντας μακριά από τις πολεμικές
επιχειρήσεις. Όταν το διαπίστωσαν αυτό οι Τρώες, ξεθάρρεψαν και βγήκαν έξω από
τα κάστρα.
Οι συνέπειες αυτής της άρνησης του Αχιλλέα να πολεμήσει είναι
ανυπολόγιστες για τους Έλληνες. Το ότι έλειπε από τις μάχες ο πιο φοβερός
πολεμιστής των εχθρών τους, τους αναπτέρωσε το ηθικό και τους έδωσε την
ευκαιρία να κυνηγήσουν τους Έλληνες μέχρι τη θάλασσα, με σκοπό να τους κάψουν
τα καράβια και να τους στερήσουν τη δυνατότητα της επιστροφής.
Για όλες αυτές τις συμφορές υπαίτιος
θεωρείται ο Αγαμέμνονας.
Τελικά ο Αγαμέμνονας, βλέποντας την
άσχημη τροπή που πήραν τα πράγματα για τους Αχαιούς, δέχεται να πάει μια
αντιπροσωπεία στον Αχιλλέα. Μάλιστα του δίνει και πολλές
υποσχέσεις, αν ξαναγύριζε στις μάχες: πολλά δώρα και παλλακίδες και αν ήθελε
μια κόρη του για γυναίκα του. Άδικα ο συνετός Νέστορας και ο πολυμήχανος
Οδυσσέας προσπάθησαν να τους συμφιλιώσουν.
Μόνο όταν σκοτώθηκε ο Πάτροκλος,
συμφιλιώνονται ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνονας.
Μάλιστα στους αγώνες που γίνονται, για να τιμηθεί ο Πάτροκλος, ο Αχιλλέας του προσφέρει το
βραβείο, χωρίς ο αρχιστράτηγος να κονταρομαχήσει με τον Μηριόνη, μια και όλοι,
όπως είπε, γνωρίζουν ότι ξεχώριζε και στ' άρματα και στη δύναμη.
Αλλά και ο Αγαμέμνονας του επέστρεψε
τη Βρισηίδα.
Ο χαρακτήρας του Αγαμέμνονα φάνηκε
και στην περίπτωση του ήρωα Αίαντα, όταν εκείνος, επειδή αρνήθηκαν να του
δώσουν τα όπλα του Αχιλλέα, θέλησε να σκοτώσει όλους τους
βασιλιάδες του ελληνικού στρατού.
Όταν όμως συνήλθε από τη μανία που
τον είχε πιάσει, κατάλαβε το σφάλμα του και από ντροπή αυτοκτόνησε.
Ο Αγαμέμνονας, σκληρός όπως πάντα
και με τον αέρα του αρχηγού όλου του στρατού, επιμένει να πετάξουν το κορμί του
Αίαντα στα σκυλιά.
Γι' αυτόν ήταν προδοτική η πράξη που
έκανε και αυτή έπρεπε να είναι η τιμωρία: Να μείνει άταφος.
Με δυσκολία ο Οδυσσέας τον πείθει ν'
αφήσει να γίνει η ταφή, αφού έναν νεκρό, όπως του είπε, δεν πρέπει να τον μισεί
κανένας.
Αλλά και για τον Αγαμέμνονα η
επιστροφή στην πατρίδα δεν είχε καλό τέλος και, ενώ όλη η Ελλάδα χαιρόταν για
τη νίκη, τον ίδιο τον περίμενε άδοξο τέλος, μια και έπεσε σε προδοτικά χέρια.
Η γυναίκα του, η Κλυταιμνήστρα,
ετοίμασε τη δική της εκδίκηση μαζί με τον εραστή της τον Αίγισθο που, όπως είπε
το μαντείο, θα ήταν ο εκδικητής του πατέρα του.
Έτσι η κατάρα που έδωσε ο Θυέστης,
όταν αναποδογύρισε το τραπέζι με τα μαγειρεμένα κομμάτια των παιδιών του,
έπιασε.
Σύμφωνα με την εκδοχή που αναφέρει ο
Όμηρος, μόλις γύρισε ο Αγαμέμνονας του παρέθεσαν πλούσιο τραπέζι.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ
Την ώρα του φαγητού οι άντρες
του Αίγισθου σκότωσαν τους συντρόφους του Αγαμέμνονα και ύστερα ο Αίγισθος με
την Κλυταιμνήστρα τον ίδιο.
Σύμφωνα όμως με μια άλλη εκδοχή, που
την αναφέρει ο Σοφοκλής στην "Ηλέκτρα", όταν ο Αγαμέμνονας βγήκε από
το λουτρό, πήρε από τα χέρια της Κλυταιμνήστρας χιτώνα για να ντυθεί. Αλλά ο
χιτώνας δεν είχε άνοιγμα για να περάσει το κεφάλι. Και, ενώ ο Αγαμέμνονας
παιδευόταν με το χιτώνα, βγήκε ο κρυμμένος Αίγισθος, που παραφύλαγε, και του
έσκισε το κεφάλι με τσεκούρι, χωρίς να μπορεί να προβάλει αντίσταση και ν'
αγωνιστεί για τη ζωή του.
Την ίδια τύχη είχε λίγο πιο μπροστά
και η Κασσάνδρα, η κόρη του Πρίαμου, που την είχαν δώσει οι Έλληνες στον
Αγαμέμνονα ως δώρο, τότε που έγινε η μοιρασιά στα λάφυρα, όταν έπεσε στα χέρια
τους η Τροία. Βρήκε πρώτη τραγικό θάνατο, μαζί με τα δυο παιδιά της, που τ'
απέκτησε με τον Αγαμέμνονα, από το χέρι της Κλυταιμνήστρας.
Είχαν μάλιστα σκοπό να σκοτώσουν και
τον Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, έτσι που να μην
υπάρχει εκδικητικό χέρι για κάποια μελλοντική τιμωρία.
Αλλά αυτόν πρόλαβε η Ηλέκτρα, η
αδερφή του, και τον έστειλε πέρα από το βασίλειο που εξουσίαζε τώρα ο Αίγισθος.
Η Κλυταιμνήστρα αργότερα, για να
δικαιολογήσει την απαίσια πράξη της, κατηγορεί τον Αγαμέμνονα ότι σκότωσε την
κόρη της, την Ιφιγένεια, για να πραγματοποιήσει τις προσωπικές του επιδιώξεις.
Ένας άλλος λόγος, λέει η ίδια, που
έκανε αυτή την πράξη, είναι ότι ο άντρας της, όσο καιρό ήταν στην εκστρατεία
εναντίον της Τροίας, είχε στη διάθεσή του όσες σκλάβες ήθελε και μάλιστα έκανε
κάτι ακόμη πιο φοβερό: είχε φέρει τώρα μαζί του και την «παλλακίδα» του
Κασσάνδρα μέσα στο ίδιο το παλάτι, όπου έμενε και η νόμιμη σύζυγος και πρόδωσε
έτσι τη συζυγική πίστη. Άρα ένας τέτοιος άνθρωπος δεν άξιζε να ζει και πολύ
περισσότερο να βασιλεύει.
Οι δυο δολοφόνοι βασίλεψαν στο Άργος
για οχτώ χρόνια. Τότε επέστρεψε στις Μυκήνες, μεγάλος πια στην ηλικία, ο
Ορέστης και σκότωσε τη μάνα του εκεί όπου με δόλο είχαν σκοτώσει τον πατέρα
του. Η ίδια τιμωρία, λίγο αργότερα, περίμενε και τον Αίγισθο.
Ο Αγαμέμνονας, παρά την άγρια
δολοφονία του, δε στερήθηκε, όπως του ταίριαζε, μιας αξιοπρεπούς ταφής και τ'
ανάλογα κτερίσματα που συνήθιζαν να βάζουν τότε στους τάφους.
Αν και ο Όμηρος θεωρεί τον
Αγαμέμνονα μόνο ήρωα που έχει υπερφυσική δύναμη, λατρεύτηκε σαν θεός και
πολλούς αιώνες ύστερα από το θάνατό του διατηρήθηκε ακόμη στην περιοχή της
Πελοποννήσου η λατρεία του ως "χθόνιου θεού" με το όνομα
"Ζευς - Αγαμέμνων".
Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραφίας
: Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου