Powered By Blogger

21 Μαρτίου 2020

Ν, ν (νι) - N, n


www.gli-pedia.blogspot.com

Ν, ν (νι)  =   Το 13ο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου και το 14ο γράμμα του λατινικού. Προήλθε από το φοινικικό nun, που σήμαινε ψάρι.  .  .


Το κεφαλαίο νι διατηρεί τη σύγχρονη μορφή του από τους κλασικούς ήδη χρόνους. Βραχυγραφικά, το κεφαλαίο δηλώνει τη 13η ραψωδία της Ιλιάδας και το μικρό τη 13η ραψωδία της Οδύσσειας. Με τον τόνο πάνω δεξιά (ν'), δηλώνει τον αριθμό 50 και με τον τόνο κάτω αριστερά ( ِν) τον αριθμό 50.000.

Φωνητικά είναι σύμφωνο ημίφωνο, οδοντόφωνο ή ουρανισκόφωνο. 

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα τρέπεται: 

α) σε μ πριν από τα χειλικά π, β, φ και το διπλό ψ (συν-βάλλω > συμβάλλω, συν-φημί > σύμφημι, συν-πας > σύμπας, συν-ψύχος > σύμψυχος, πάλιν-ψέω > παλίμψηστον), 

β) σε λ, ρ και σ πριν από τα γράμματα αυτά (συν-λόγος > σύλλογος, συν-ρέω>συρρέω, συν-σώμα > σύσσωμος), 

γ) σε γ πριν από τα ουρανικά (συν-χωρώ >συγχωρώ, συν-καίω> συγκαίω).

Αποβάλεται :

α) στη δοτική πληθυντικού ορισμένων τριτόκλιτων (τοις δαίμονσι >τοις δαίμοσι, τοις λιμένσι>τοις λιμέσι),

β) πριν από το ζ και σβ, σκ, σμ, σπ, στ, σφ, σχ (συν-ζω συζώ, συν-στοιχώ συστοιχώ, κτλ.),

γ) στους παρωχημένους χρόνους των ρημάτων (κλίνω, κρίνω, χύνω, πλύνω, εκτείνω και τείνω: εκλίθην, εκρίθην, εχύθην, επλύθην, εκτάθην, ετάθην).

Για λόγους ευφωνίας προστίθεται στις καταλήξεις δοτικής πληθυντικού των σε -σι ονομάτων και στο τρίτο πρόσωπο του ενεστώτα των σε -σι ή -ε ρημάτων εφόσον ακολουθεί φωνήεν (πράξεσιν, πόλεσιν, έλεγεν, πράττουσιν).

Στη νέα ελληνική γλώσσα πολλές λέξεις (νοικοκύρης, Νίμπρος) προήλθαν από τη συνεκφορά του τελικού  ν  του άρθρου στις φράσεις τον οικοκύρην, την Ίμβρον.

  Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραφίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου