Το μεγαλύτερο νησί του νομού
Δωδεκανήσων. Έχει έκταση 1.398 τ. χλμ., μήκος ακτών 253 χλμ. και πληθυσμό
117.007 κατοίκους. . .
Πρωτεύουσα του νησιού είναι η πόλη της Ρόδου (52.318 κάτ.).
Η Ρόδος είναι το τέταρτο σε
μέγεθος νησί της Ελλάδας, μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο.
Έχει σχήμα μακρόστενο
και εκτείνεται από βορειοανατολική διεύθυνση προς νοτιοδυτική.
Οι ακτές της δεν
παρουσιάζουν αξιόλογο διαμελισμό.
Τα κυριότερα ακρωτήρια είναι
το Ζωνάρι ή Κουμπουρνού στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, που απέχει 10
μόλις χλμ. από τις μικρασιατικές ακτές, ο Αρχάγγελος, ο Άγιος Αιμιλιανός και ο
Λάρδος στην ανατολική ακτή, το Πρασονήσι στο νοτιότερο άκρο του νησιού, ο
Καράβολας στο νοτιοδυτικό τμήμα και ο Αρμενιστής ή Μονόλιθος στη δυτική ακτή.
Κυριότεροι όρμοι είναι: Καλλιθέας, Αφάντου, Μαλώνας, Λίνδου και Λάρδου στην
ανατολική ακτή και Απολακκιάς στη δυτική.
Το έδαφος του νησιού είναι
ημιορεινό. Σε όλο το μήκος του διασχίζεται από την οροσειρά Αττάβυρος, ύψους
1.215 μ., που προεκτείνεται στα βόρεια με το όρος Προφήτης Ηλίας, 799 μ.
Το υδρογραφικό δίκτυο είναι
πολύ φτωχό· το νησί διαρρέεται μόνο από μικρούς χείμαρρους.
Η οικονομία του νησιού
στηρίζεται στον τουρισμό.
Η Ρόδος παρουσιάζει σημαντική
τουριστική κίνηση και το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της ασχολούνται σε
τουριστικές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό είναι και η σημαντικότερη αιτία της
πληθυσμιακής ανάπτυξης του νησιού, αντίθετα με άλλα ελληνικά νησιά στα οποία ο
πληθυσμός μειώνεται. Μεγάλη κίνηση παρουσιάζει και το εμπόριο.
Η πρωτεύουσα του νησιού
Ρόδος έχει την όψη σύγχρονης πόλης, διατηρώντας παράλληλα αρκετά αρχιτεκτονικά
στοιχεία των παλιότερων εποχών, δείγματα της μακροχρόνιας και πολυκύμαντης
ιστορίας της. Είναι το διοικητικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο του νομού.
Το λιμάνι της επίσης είναι από τα πιο σύγχρονα της Ελλάδας. Στην
πόλη είναι συγκεντρωμένες οι περισσότερες και οι μεγαλύτερες ξενοδοχειακές
μονάδες του νησιού.
Εκτός από την πρωτεύουσα,
οι σπουδαιότεροι οικισμοί του νησιού είναι: Ιαλυσός (7.193 κάτ.) στη
βορειοδυτική ακτή, Αρχάγγελος (5.781 κάτ.) στα βορειοδυτικά του ομώνυμου
ακρωτηρίου, Αφάντου (5.317 κάτ.) στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, Κρεμαστή
(3.604 κάτ.) στη βορειοδυτική ακτή του νησιού.
Η Ρόδος είναι η πρωτεύουσα
και το σημαντικότερο κέντρο του νομού Δωδεκανήσου. Διοικητικά είναι χωρισμένη
σε 8 δήμους, με 66 οικισμούς.
Ιστορία. Σύμφωνα
με τη μυθολογία οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Τελχίνες, χθόνια
ηφαιστειακά πνεύματα και επιδέξιοι μεταλλουργοί. Με την αδερφή τους Αλία ο
Ποσειδώνας απέκτησε μια κόρη, τη Ρόδο, που έγινε γυναίκα του Ήλιου και έδωσε το
όνομά της στο νησί. Οι απόγονοι του Ήλιου και της Ρόδου κατοίκησαν τον τόπο
μετά τους Τελχίνες και αργότερα έφτασε στο νησί ο Ηρακλείδης Τληπτόλεμος με
τους Δωριείς.
Τα ανασκαφικά ευρήματα
καταδεικνύουν ότι το νησί κατοικήθηκε στα νεολιθικά χρόνια και στη μινωική
περίοδο, ενώ γύρω στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. σημειώθηκε η εγκατάσταση των
Αχαιών και το 10ο αι. έφτασαν και εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς. Οι τρεις
μεγαλύτερες πόλεις της Ρόδου Λίνδος, Κάμιρος και Ιαλυσός αποτέλεσαν μαζί με την
Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό τη Δωρική Εξάπολη.
Η σπουδαία θέση της Ρόδου
στη νοτιοανατολική άκρη του Αιγαίου συντέλεσε στη γρήγορη ναυτική και εμπορική
της ανάπτυξη κατά την αρχαϊκή εποχή. Οι Ρόδιοι ήταν οι οικιστές αρκετών
αποικιών, όπως η Φάσηλις στις ακτές της Λυκίας και η Γέλα στη Σικελία, ενώ η
επιρροή τους εξαπλώθηκε στα γύρω νησιά. Το πολίτευμα της Ρόδου στα χρόνια αυτά
ήταν το αριστοκρατικό και η Λίνδος τον 6ο αι. είχε τύραννο τον Κλεόβουλο, έναν
από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.
Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
η Ρόδος υπέστη τις συνέπειες της εμφάνισης των Περσών στο Αιγαίο. Παρά το
γεγονός ότι απέκρουσε τον Πέρση στρατηγό Δάτη, που επιχείρησε να καταλάβει το
νησί στα 490 π.Χ., αργότερα φαίνεται ότι δέχτηκε κάποια μορφή περσικής
επικυριαρχίας, γιατί στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) ροδιακά πλοία
συμπολέμησαν στο πλευρό των Περσών.
Το 478 π.Χ. οι Ρόδιοι
προσχώρησαν στην Α' Αθηναϊκή συμμαχία και, παρά τη δωρική τους προέλευση, στην
αρχή του πελοποννησιακού πολέμου συμπαρατάχθηκαν με τους Αθηναίους. Το 412 π.Χ.
όμως αποστάτησαν και προσχώρησαν στην Πελοποννησιακή συμμαχία. Οι τρεις
ροδιακές πόλεις Ιαλυσός, Λίνδος και Κάμιρος ίδρυσαν μια νέα πόλη στο βορειοανατολικό
άκρο του νησιού, που αποπερατώθηκε το 408 π.Χ. και ονομάστηκε Ρόδος. Η νέα πόλη
γρήγορα έγινε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του νησιού και από
τότε η ιστορία του νησιού και της πόλης ταυτίζονται.
Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ.
η Ρόδος βρισκόταν υπό την επιρροή άλλοτε της Αθήνας και άλλοτε της Σπάρτης. Το
387 π.Χ. έγινε μέλος της Β' Αθηναϊκής συμμαχίας, αλλά το 357 π.Χ. αποστάτησε
και μαζί με το Βυζάντιο, τη Χίο και την Κω πολέμησε στο συμμαχικό πόλεμο
εναντίον της Αθήνας (357-355 π.Χ.), ενώ στη συνέχεια αντιτάχθηκε στο βασίλειο
της Καρίας που απειλούσε την ανεξαρτησία της. Το 332 π.Χ. εισήλθε στην σφαίρα
επιρροής των Μακεδόνων, αλλά έγινε και πάλι ανεξάρτητη το 323 π.Χ. Στους
πολέμους των διαδόχων παρέμεινε ουδέτερη και απέκρουσε το Δημήτριο τον
Πολιορκητή, που την πολιόρκησε για ένα χρόνο (305/4 π.Χ.), χωρίς να μπορέσει να
την καταλάβει. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης οι Ρόδιοι κατασκεύασαν το γνωστό
Κολοσσό.
Παρά τις περιπέτειες αυτές
η ισχύς της Ρόδου αυξανόταν συνέχεια και από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μετά την
παρακμή της Αθήνας, αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου και
στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Στα μέσα του 3ου αι.
π.Χ. η κυριαρχία της είχε επεκταθεί στα γειτονικά νησιά και στις ακτές της
Καρίας αλλά και στις Κυκλάδες. Η θέση της μάλιστα ενισχύθηκε περισσότερο μετά
την παρακμή της Αιγύπτου των Πτολεμαίων. Το πολίτευμά της στα χρόνια αυτά ήταν
δημοκρατικό με συντηρητικές τάσεις και στο εσωτερικό του νησιού επικρατούσε
ηρεμία.
Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ.
η θέση της Ρόδου απειλήθηκε από το Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας και τον Αντίοχο Γ'
της Συρίας. Οι Ρόδιοι, όπως και η Πέργαμος, ζήτησαν τη στήριξη των Ρωμαίων, με
τους οποίους συμμάχησαν στους πολέμους κατά του Φιλίππου και του Περσέα της Μακεδονίας
και του Αντίοχου της Συρίας. Όμως, τα εδαφικά κέρδη που είχαν αποκομίσει από τη
συνθήκη της Απάμειας (συνθήκη της Ρώμης με τον Αντίοχο Γ', το 188 π.Χ.) τους
αφαιρέθηκαν λίγο αργότερα από τους ίδιους τους Ρωμαίους, όταν πια δεν τους
χρειάζονταν. Η Ρόδος συνέχισε να ακμάζει οικονομικά και στην περίοδο αυτή, αλλά
πολιτικά εξαρτιόταν απόλυτα από τους Ρωμαίους και παρά τη βοήθεια που τους
πρόσφερε στους μιθριδατικούς πολέμους, τελικά υποτάχθηκε με τη σειρά της στη
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, διατηρώντας κάποια μορφή αυτοτέλειας.
Σημαντικότατη ήταν η
πνευματική προσφορά της Ρόδου κατά την αρχαιότητα. Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποί
της ήταν ο επικός ποιητής Πείσανδρος και οι φιλόσοφοι Κλεόβουλος και Παναίτιος.
Φημισμένη ήταν η ρητορική σχολή της, στην οποία δίδαξε για ένα διάστημα και ο
Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης. Στη Ρόδο ίδρυσε σχολή ο φιλόσοφος Ποσειδώνιος,
μαθητής του Παναίτιου, και έζησε ο Απολλώνιος, συγγραφέας των «Αργοναυτικών».
Η Ρόδος αποδέχτηκε νωρίς το
χριστιανισμό, τον οποίο πιθανόν να κήρυξε ο ίδιος ο απόστολος Παύλος. Στην
εποχή του Διοκλητιανού ήταν πρωτεύουσα της Επαρχίας των Νήσων και, όταν στο
Βυζάντιο καθιερώθηκε ο θεσμός των θεμάτων, η Ρόδος έγινε πρωτεύουσα του θέματος
των Κιβυρραιωτών, που περιλάμβανε τμήμα της νοτιοδυτικής Μ. Ασίας και τη Ρόδο.
Σε ολόκληρη τη βυζαντινή
περίοδο η στρατηγική της θέση την κατέστησε στόχο πολλών επιδρομών. Το 620 μ.Χ.
την κυρίεψαν οι Πέρσες με το Χοσρόη Β', στα μέσα του 7ου αι. οι Άραβες με το
Μωαβία (τότε γκρεμίστηκε και πουλήθηκε ως μέταλλο ο Κολοσσός), το 717 υπέφερε από
επιδρομή Σαρακηνών και το 807 οι Άραβες του Χαρούν αλ Ρασίντ την πολιόρκησαν.
Το 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, ο
διοικητής της Λέων Γαβαλάς αυτοανακηρύχτηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας του νησιού,
στηριζόμενος στη βοήθεια των Βενετών.
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ’
Βατάτζης τον εξανάγκασε να υποταχτεί στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και μετά το
1261 η Ρόδος αποτελούσε τυπικά έδαφος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά στην
πραγματικότητα βρισκόταν στην εξουσία των Βενετών και Γενουατών ναυάρχων της
περιοχής.
Το 1309 η Ρόδος πέρασε στην
κυριαρχία του τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, που είχαν εγκαταλείψει την
Παλαιστίνη διωγμένοι από τους Τούρκους. Η περίοδος της φραγκοκρατίας ήταν για
τη Ρόδο περίοδος νέας ακμής. Οι Ιωαννίτες Ιππότες οχύρωσαν καλά το νησί για να
αντιμετωπίσουν τους Τούρκους και όταν οι τελευταίοι αποπειράθηκαν να το
καταλάβουν, το 1480, αποκρούστηκαν. Το 1522 όμως, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Β’ ο
Μεγαλοπρεπής πολιόρκησε με ισχυρές δυνάμεις τη Ρόδο και μετά από αντίσταση που
κράτησε έξι μήνες οι Ιωαννίτες συνθηκολόγησαν και εγκατέλειψαν το νησί στα
χέρια των Τούρκων, που έσφαξαν μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού. Μια
προσπάθεια για επανάσταση, σε συνεννόηση με τους Ιωαννίτες, κατέληξε σε νέες
σφαγές το 1529.
Στη διάρκεια της
τουρκοκρατίας η Ρόδος ακολούθησε την τύχη των άλλων υπόδουλων ελληνικών
περιοχών. Οι Ρόδιοι δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση του 1821,
γιατί μεγάλες τουρκικές δυνάμεις στάθμευαν στο νησί. Το 1912, στη διάρκεια του
ιταλοτουρκικού πολέμου, οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Ρόδο και την κράτησαν μέχρι τη
συνθηκολόγηση της Ιταλίας στο β’ παγκόσμιο πόλεμο (1943), οπότε στη θέση τους
ήρθαν οι Γερμανοί. Τελικά, με τη συνθήκη του Παρισιού (Φεβρουάριος 1947), η
Ρόδος, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα και στις 7
Μαρτίου του 1948 έγινε επίσημα η τελετή της ένωσης.
Αρχαιολογία : Εκτός από
τα ευρήματα της μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής, τα
παλιότερα αντικείμενα της ροδιακής τέχνης ανάγονται στο 15ο αι. π.Χ.
Πρόκειται για αγγεία που η διακόσμησή τους φανερώνει τη μινωική επίδραση.
Η εγκατάσταση των Αχαιών,
από τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. π.Χ., επηρεάζει ανάλογα τις εξελίξεις της
αγγειογραφίας. Στη Ρόδο επικρατούν οι τάσεις του μυκηναϊκού κόσμου με ντόπιες
παραλλαγές.
Οι ανασκαφές σε Ιαλυσό και
Κάμιρο αποκάλυψαν νεκροταφεία και ευρήματα των προηγούμενων εποχών, ενώ στις
ίδιες τοποθεσίες, όπως και στη Λίνδο, θαυμάσια αγγεία από το 10ο αι. π.Χ. ήρθαν
στο φως.
Η ροδιακή αγγειοπλαστική
συνεχίστηκε σε όλες τις ιστορικές περιόδους φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Η ίδρυση της πόλης Ρόδου υπήρξε σημαντική για την ιστορία της πολεοδομίας. Η
πόλη οικοδομήθηκε με σχέδια του διάσημου αρχιτέκτονα Ιππόδαμου του
Μιλήσιου, το 411 π.Χ.
Τους επόμενους αιώνες στο
νησί ακμάζει η γλυπτική σχολή, η οποία ακολουθεί τα διδάγματα του Λύσιππου.
Αναφέρονται ονόματα όπως του Χάρη, ο οποίος κατασκεύασε τον περίφημο «Κολοσσό
της Ρόδου», του Βρύαξη, ο οποίος κατασκεύασε τουλάχιστον πέντε ανδριάντες στη
Ρόδο και πλήθος άλλων καλλιτεχνών απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο.
Όταν η Ρόδος απώλεσε την
πολιτική της ανεξαρτησία και υποτάχτηκε στους Ρωμαίους, η καλλιτεχνική
δραστηριότητα στο νησί δε σταμάτησε. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκε ένα
κολοσσιαίο άγαλμα αφιερωμένο στο ρωμαϊκό λαό, που τοποθετήθηκε στο ναό της
Αθηνάς Πολιάδας και του Δία Πολιέα, στην ακρόπολη της Ρόδου. Οι γλύπτες
Απολλώνιος και Ταυρίσκος από τις Τράλλεις κατασκεύασαν την ίδια εποχή το
σύμπλεγμα της Δίρκης, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο μουσείο Νεαπόλης της
Ιταλίας.
Από τη σχολή της Ρόδου
πιθανόν να φιλοτεχνήθηκε το σύμπλεγμα των Μενέλαου και Πάτροκλου, τμήμα του
οποίου σώζεται στη Ρώμη. Το τελευταίο μεγάλο έργο της σχολής αυτής είναι το
σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιων του, έργο των Αθηνόδωρου, Αγήσανδρου και
Πυθόδωρου (1ος αι. π.Χ.), το οποίο ανακαλύφθηκε το 1506 στη Ρώμη, όπου και
βρίσκεται σήμερα (μουσείο του Βατικανού).
Εκτός από τους γλύπτες της
Ρόδου, γνωστός έγινε επίσης ο ζωγράφος Πρωτογένης για την εικόνα ενός
σάτυρου, όπως και του μυθικού Ιάλυσου, έργα προορισμένα για τη διακόσμηση ενός
ναού του Διόνυσου.
Μνημεία της
παλαιοχριστιανικής εποχής είναι οι είκοσι περίπου βασιλικές που εντοπίστηκαν
στην πόλη της Ρόδου και σε άλλα σημεία του νησιού. Οι αρχαιότερες από τις
βυζαντινές εκκλησίες χρονολογούνται από το 10ο και κυρίως τον 11ο αι. και μετά.
Οι τοιχογραφίες τους είναι επηρεασμένες από την τέχνη της γειτονικής Μ. Ασίας.
Η εγκατάσταση των Ιπποτών
στη Ρόδο κατά το 14ο αι. επηρέασε ανάλογα την τέχνη. Οι νέοι κύριοι του νησιού
όχι μόνο έχτισαν τείχη γύρω από την πόλη, των οποίων η αρχιτεκτονική ακολουθεί
τους σύγχρονους κανόνες της πολεμικής τέχνης, αλλά ανέγειραν παντού στη Ρόδο
κτίσματα με όλα τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Η καταγωγή
τους από Γαλλία και Ισπανία συνέβαλε στην οικοδόμηση κτισμάτων που συνηθίζονταν
στις πατρίδες τους. Τα κτίρια της εποχής έχουν τις κατοικίες στον πρώτο όροφο,
ενώ στο ισόγειο βρίσκονται καταστήματα, στάβλοι και κεντρική αυλή.
Χαρακτηριστικά είναι τα μεγαλόπρεπα μπαλκόνια.
Από το 1310-1480 τα κτίρια
αυτά είναι κατασκευασμένα από ντόπιους τεχνίτες, οι οποίοι αποδίδουν αδέξια το
γοτθικό ρυθμό, η εκτέλεση είναι βαριά και άτεχνη και η διακόσμηση αντηχεί
βυζαντινά πρότυπα.
Αργότερα η ξένη επίδραση
γίνεται πιο φανερή. Μπορεί ως σύνολο να βρίσκονται κοντά στο γοτθικό ύφος, αλλά
οι φόρμες είναι πιο προσεγμένες, η εκτέλεση πιο λεπτή, η διακόσμηση πηγάζει
κατευθείαν από τη φύση και αναπτύσσεται πολύ επιδέξια.
Στις αρχές του 16ου αιώνα
ανάμεικτες με τις αυστηρές φόρμες της μοναστικής αρχιτεκτονικής εμφανίζονται
ορισμένα θέματα που κατάγονται από την Αναγέννηση. Ακόμη μερικές φορές
συναντιούνται θέματα που προέρχονται από τη Σικελία και τη Βόρεια Ιταλία. Στο
σύνολό της όμως η τέχνη είναι γοτθική με βυζαντινά στοιχεία.
Μετά την αναχώρηση των
Ιπποτών, η καλλιτεχνική παράδοση που είχε μεταφερθεί στη Ρόδο δεν έσβησε
τελείως. Οι ντόπιοι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν θέματα της γοτθικής τέχνης,
ιδίως στην εξωτερική διακόσμηση των σπιτιών.
Η τουρκική κατάκτηση δεν
πρόσφερε τίποτε το νέο στην καλλιτεχνική παράδοση του νησιού. Χαρακτηριστικά
κτίσματα της εποχής αυτής είναι τα λουτρά, δημόσια ή ιδιωτικά. Είδη
μικροτεχνίας, που άκμασε ιδιαίτερα κατά τους 16ο και 17ο αι., είναι τα περίφημα
ροδίτικα κεραμικά (πιάτα κυρίως).
Επιμέλεια Άρθρου &
Φωτογραφίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου