Ο Σίσυφος ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης
και κατοικούσε στην Εφύρα, κοντά στον Ισθμό. . .
Την Εφύρα, που αργότερα ονομάστηκε
Κόρινθος, πίστευαν ότι την έχτισε ο Σίσυφος, ενώ άλλοι λένε πως έχτισε μόνο την
ακρόπολη της Κορίνθου, τον Ακροκόρινθο.
Οι Πλειάδες ήταν επτά κόρες του Άτλαντα,
που επειδή, λένε, δεν άντεχαν να βλέπουν τον πατέρα τους να σηκώνει τον ουρανό,
παρακάλεσαν τους θεούς και μεταμορφώθηκαν σε αστέρια.
Και για τη Μερόπη, λένε, ότι επειδή ήταν
η μόνη από τις αδερφές της που παντρεύτηκε θνητό, τον Σίσυφο, κρύβεται από την
ντροπή της και δε διακρίνεται καλά το άστρο της.
Στον Ισθμό λοιπόν, όπου ζούσε ο Σίσυφος,
είχε το κοπάδι του με τις αγελάδες και τις έβοσκε στα λιβάδια. Στο ίδιο μέρος
είχε και έβοσκε τα κοπάδια του και ο Αυτόλυκος που είχε μητέρα τη Χιόνη, ενώ
καμάρωνε πως είχε πατέρα τον Ερμή.
Ο Αυτόλυκος, φημισμένος κλέφτης και
απατεώνας, ήταν γνωστός για την ξεχωριστή επιδεξιότητα που είχε να κλέβει τα
ζώα, καθώς ο Ερμής του χάρισε την
ικανότητα να κάνει αγνώριστα τα κλεμμένα ζώα τη μια άλλαζε το χρώμα στο τρίχωμά
τους και από μαύρο το έκανε άσπρο και αντίστροφα, την άλλη εξαφάνιζε τα κέρατα
από τα ζώα που είχαν κέρατα έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί με αποδείξεις να τον
κατηγορήσει για κλέφτη. Τα κοπάδια του φυσικά με τις κλεψιές αυξάνονταν, ενώ
του Σίσυφου, που έβοσκε τα δικά του εκεί κοντά, συνέχεια λιγόστευαν.
Ο Σίσυφος, που άρχισε να υποψιάζεται
πλέον τον Αυτόλυκο, έβαζε σημάδια με καυτό μέταλλο στη ράχη των ζώων των
κοπαδιών του για να τα ξεχωρίζει. Και πάλι όμως ο Αυτόλυκος τα έκλεβε και
εξαφάνιζε τα σημάδια.Τότε ο πονηρός Σίσυφος χάραξε τα σημάδια στα πόδια των
βοδιών του και μάλιστα στο εσωτερικό από τις οπλές τους, έτσι που δεν μπόρεσε ο
Αυτόλυκος να τα αντιληφθεί και να τα εξαφανίσει. Καθώς μάλιστα τα σημάδια από
τις οπλές των κλεμμένων ζώων αποτυπώθηκαν και στο δρόμο που οδηγούσε στο στάβλο
του, ο Σίσυφος είχε πια την απόδειξη της κλοπής.
Κάλεσε λοιπόν μάρτυρες, μπήκε στο στάβλο
του Αυτόλυκου και ξεχώρισε αμέσως τα ζώα που του είχε κλέψει. Μέσα όμως σ' αυτή
την αναταραχή και τον καβγά, λένε, μπήκε κρυφά ο Σίσυφος μέσα στο σπίτι του
Αυτόλυκου και αποπλάνησε την κόρη του, την Αντίκλεια.
Από την ένωση αυτή, του πονηρού Σίσυφου
και της Αντίκλειας, γεννήθηκε ο πανούργος Οδυσσέας, που ο μύθος αυτός τον θέλει
γιο του Σίσυφου και όχι του Λαέρτη. Και άλλα πολλά λένε για την εξυπνάδα και
την επιτηδειότητα του Σίσυφου, που δε δίσταζε και με τον ίδιο το θάνατο να τα
βάζει.
Κάποτε ο Δίας στον Φλιούντα, κοντά στη Σικυώνα, άρπαξε την
Αίγινα, κόρη του ποτάμιου θεού Ασωπού. Ο Σίσυφος είδε την αρπαγή ψηλά από τον
Ακροκόρινθο όπου βρισκόταν και ήξερε καλά τι είχε γίνει.
Ο Ασωπός που έψαχνε για την κόρη του,
έφτασε και στον Ακροκόρινθο στον Σίσυφο ζητώντας πληροφορίες. Ο Σίσυφος ζήτησε
από τον ποτάμιο θεό να δημιουργήσει πρώτα μια πηγή ψηλά στον απόκρημνο βράχο
- πράγμα που έγινε - και μετά αποκάλυψε τον απαγωγέα, φυσικά
τον Δία.
Εξοργισμένος τότε ο Δίας με τον πονηρό κατάσκοπο, που τόλμησε να προδώσει
θεϊκά μυστικά, έστειλε τον αδερφό του, τον Άδη, να πάρει τον Σίσυφο στον Κάτω
Κόσμο και μάλιστα να τον ρίξει στον Τάρταρο με αιώνια τιμωρία. Όταν όμως ήρθε ο
Άδης με τα δεσμά να πάρει τον Σίσυφο, ο πανούργος τον ξεγέλασε έπεισε τον Άδη
να φορέσει για λίγο ο ίδιος τις χειροπέδες για να του δείξει τάχα πώς τις
χρησιμοποιεί και πριν καλά-καλά καταλάβει ο Άδης τι γίνεται, τον έδεσε γερά.
Άλλοι πάλι λένε πως ο Σίσυφος όταν ήρθε ο
Άδης να τον πάρει, πάλεψε μαζί του, τον νίκησε και, αφού τον έδεσε, ζήτησε να
μην ξαναπάρει άνθρωπο από τη ζωή. Δεμένος και φυλακισμένος ο Άδης από τον
Σίσυφο, σταμάτησε το έργο του. Δεν πέθαινε πια κανένας άνθρωπος πάνω στη γη για
λίγες μέρες, ώσπου ο Άρης, ο θεός του πολέμου, έτρεξε να ελευθερώσει τον Άδη
και να παραδώσει σ' αυτόν τον Σίσυφο.
Αλλά και πάλι δούλεψε η πονηριά
του Σίσυφου.
Είπε, πριν ακολουθήσει τον Άδη, κρυφά στη
γυναίκα του, τη Μερόπη, να μην τον θάψει, ούτε να προσφέρει θυσίες ούτε να
κάνει σπονδές στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, αυτές που ταιριάζουν στους
νεκρούς. Έτσι ο Σίσυφος στον Κάτω Κόσμο, στερημένος από τις νεκρικές τιμές,
παρακάλεσε την Περσεφόνη και κατόρθωσε να την ξεγελάσει να τον αφήσει να
γυρίσει για λίγες μέρες στον Επάνω Κόσμο. Να τιμωρήσει, είπε, θέλει τη γυναίκα
του για την αμέλειά της και θα γυρίσει πάλι πίσω στους νεκρούς. Μόλις όμως
βρέθηκε ο Σίσυφος πάλι κάτω από το φως του ήλιου, ανάμεσα στους ζωντανούς,
ξέχασε την υπόσχεσή του στην Περσεφόνη και δε βιάστηκε να γυρίσει πίσω στον
Άδη.
Στην επιθυμία του Σίσυφου να γλιτώσει από το θάνατο
διακρίνουμε πόσο βαθιά ριζωμένα είναι στη συνείδηση των ανθρώπων ο φόβος για το
θάνατο και η επιθυμία να τον ξεγελάσουν και να γλιτώσουν απ' αυτόν. Τελικά
ο Ερμής ανέλαβε να βρει και να φέρει πίσω στον Άδη τον Σίσυφο.
Εκεί τον περίμενε μεγάλη τιμωρία.
Ο Δίας δεν το συγχώρεσε ποτέ για την προδοσία του.
Καταδικάστηκε λοιπόν να κυλά αιώνια έναν τεράστιο
βράχο προς την κορυφή ενός λόφου και, όταν πια πλησιάζει σ' αυτήν, τότε ο βράχος
να του ξεφεύγει και να κυλά πάλι πίσω · κι αυτός ν' αρχίζει πάλι το ανέβασμα
από την αρχή. Ήταν και ο Σίσυφος ένας από τους βαριά τιμωρημένους του
Κάτω Κόσμου, όπως ήταν ο Τιτυός, ο Τάνταλος ο Ιξίωνας.
Ο Σίσυφος έλεγαν ότι καθιέρωσε τα Ίσθμια
προς τιμή του Μελικέρτη, γιου του Αθάμαντα. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι δεν ίδρυσε
νέους αγώνες, αλλά μόνο, ενώ στον Ισθμό πιο πριν οι αγώνες ήταν αφιερωμένοι
στον Ποσειδώνα, με τον Σίσυφο καθιερώθηκε να γίνονται προς τιμή του Μελικέρτη.
Επιμέλεια Άρθρου & Φωτογραφίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου