Powered By Blogger

4 Ιουλίου 2019

μινωικός πολιτισμός – minoikos politismos


gli-pedia.blogspot.com

Προϊστορικός πολιτισμός που άνθισε στην Κρήτη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Μινωικό ονόμασε τον πολιτισμό αυτό ο άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς, που τον έφερε στο φως, από το όνομα του μυθικού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα.  .  .


Βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη του μινωικού πολιτισμού στάθηκε η σπουδαία γεωγραφική θέση του νησιού βρίσκεται σε καίριο σημείο της ανατολικής Μεσογείου, από όπου μπορούσε να επικοινωνήσει εύκολα με το Αιγαίο, την Αίγυπτο και τις ακτές της Φοινίκης-Παλαιστίνης, για να έρθει από εκεί σε επικοινωνία με τις χώρες της Μεσοποταμίας. Τη θέση αυτή την εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο οι προϊστορικοί Κρήτες και κατόρθωσαν να γίνουν η σπουδαιότερη ναυτική δύναμη της εποχής τους, ενώ παράλληλα ανέπτυξαν τον πρώτο αξιόλογο «ευρωπαϊκό» πολιτισμό. Διακρίνονται τρεις περίοδοι του πολιτισμού αυτού: Πρωτομινωική (2800-1900 π.Χ.),  
Μεσομινωική (1900-1600 π.Χ.)
και Υστερομινωική περίοδος (1600-1100 π.Χ.).

Πρωτομινωική περίοδος.   Σύμφωνα με κοινή παραδοχή η Κρήτη πέρασε από τη Νεολιθική εποχή στη Χαλκοκρατία, όταν ένας νέος λαός έφτασε στο νησί και έφερε τη γνώση του χαλκού. Για το λαό αυτό, που θεωρείται ο δημιουργός του μινωικού πολιτισμού, πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά. Ανθρωπολογικά κατατάσσεται στο «μεσογειακό τύπο» και συγχωνεύτηκε εύκολα με τους παλιούς νεολιθικούς κατοίκους της Κρήτης. Το γεγονός ότι οι νέοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό και το κεντρικό τμήμα του νησιού και ότι ήταν πιο εξελιγμένοι πολιτιστικά από τους παλιότερους Κρήτες, ενισχύει την άποψη της ανατολικής τους προέλευσης.

Οι δύο πρώτοι αιώνες της Χαλκοκρατίας στην Κρήτη έχουν μεταβατικό χαρακτήρα.

Παράλληλα με τη χρήση του χαλκού χρησιμοποιείται και η πέτρα.

 Μετά τα μέσα της 2ης χιλιετίας εμφανίζονται οι πρώτες αστικές μονάδες, που είναι λιμάνια.
Αυτό φανερώνει ότι ο κρητικός πολιτισμός είχε από την αρχή του ναυτικό χαρακτήρα.
Από την ίδια εποχή διαπιστώνεται μια εμπορική δραστηριότητα και επικοινωνία με τα νησιά του Αιγαίου και με την Αίγυπτο ακόμη.

Παράλληλα με τις εμπορικές επαφές διαπιστώνονται και πολιτιστικές επιδράσεις, κυρίως από την Ανατολή και την Αίγυπτο προς την Κρήτη. Είναι όμως αξιοθαύμαστη η αφομοιωτική ικανότητα των Μινωιτών και η επιτυχημένη προσαρμογή των ανατολικών πολιτιστικών στοιχείων στην ιδιομορφία του κρητικού πολιτισμού. Σημαντική είναι και η τεχνική πρόοδος, που παρατηρείται την περίοδο αυτή στη μεταλλοτεχνία, την κεραμική και τις άλλες κατασκευές.

Μεσομινωική περίοδος.   Μετά το 1900 π.Χ. χτίζονται τα πρώτα μεγάλα ανάκτορα στην Κρήτη, στο κεντρικό και το ανατολικό της τμήμα. Ως τώρα έχουν ανασκαφεί αρκετά τέτοια κτίσματα, όπως στην Κνωσό, στη Φαιστό, τα Μάλια, το Ζάκρο κ.α. Η χρονική περίοδος μέχρι το 1700 περίπου π.Χ., που τα ανάκτορα καταστρέφονται από σεισμό, ονομάζεται και παλαιοανακτορική.

Τα μεγάλα αυτά οικοδομήματα δείχνουν την ανάπτυξη ισχυρής κεντρικής εξουσίας σε διάφορες περιοχές της Κρήτης. Την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν στο νησί μικρά βασίλεια, που θα πρέπει να βρίσκονταν σε ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τους, γιατί πουθενά δε διαπιστώθηκαν οχυρώσεις.

Μετά την καταστροφή του 1700 χτίζονται πολύ γρήγορα στις ίδιες θέσεις νέα ανάκτορα, λαμπρότερα. Αυτά είναι και τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της προϊστορικής Κρήτης. Η περίοδος από το 1700 μέχρι το 1450 π.Χ., που τα ανάκτορα αυτά καταστρέφονται πάλι, ονομάζεται συνήθως «νεοανακτορική».

Υστερομινωική περίοδος.   Στις αρχές της περιόδου αυτής ο πολιτισμός της Κρήτης φτάνει στο υψηλότερο σημείο της ακμής του. Οι εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τους άλλους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου είναι πολύ έντονες, ενώ απόλυτη ειρήνη επικρατεί στο εσωτερικό του νησιού. Η τέχνη φτάνει σε μεγάλη ανάπτυξη. Η κυριαρχία στη θάλασσα έχει αναγνωριστεί από όλους και το ναυτικό εμπόριο απλώνεται ως τις ακτές της Ισπανίας. Γύρω όμως στα 1450 π.Χ. μία τρομερή καταστροφή χτύπησε την Κρήτη. Τα λαμπρά της ανάκτορα σωριάστηκαν σε ερείπια και ο πολιτισμός της δέχτηκε ένα θανάσιμο πλήγμα, που τον οδήγησε στη παρακμή.

Πολλές απόψεις διατυπώθηκαν για την καταστροφή του 1450. Μία από τις πιο πιθανές αποδίδει το γεγονός στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Η έκρηξη αυτή προκάλεσε μεγάλους σεισμούς στην Κρήτη και σύννεφα ηφαιστειακής τέφρας σκέπασαν το νησί, ενώ ένα ισχυρό παλιρροιακό ρεύμα σάρωσε τις βόρειες ακτές του. Ακολούθησαν μεγάλες πυρκαγιές, που κατέστρεψαν όσα είχαν απομείνει.

Από την καταστροφή επωφελήθηκαν οι Αχαιοί, που έφτασαν μετά από λίγο, γύρω στα 1400 π.Χ., και κατέλαβαν το νησί, στο οποίο και επέβαλαν την κυριαρχία τους με κέντρο την Κνωσό. Αυτή η κυριαρχία διαπιστώνεται βασικά από την αλλαγή της γραφής (κατάργηση της κρητικής γραμμικής Α και αντικατάστασή της από τη μυκηναϊκή γραμμική Β, που είναι γραφή ελληνικής γλώσσας), αλλά και από τη μεταβολή στον τρόπο ζωής, που δείχνει ότι τώρα κατοικεί στην Κρήτη ένας λαός πολεμικός (άφθονα όπλα), και από τη μεταβολή στην τέχνη.
Ο πολιτισμός της Κρήτης σε αυτήν τη χρονική φάση βρίσκεται γενικά σε παρακμή, ενώ η κυριαρχία στη θάλασσα χάνεται. Τέλος, γύρω στα 1100 π.Χ., το νησί περνάει στα χέρια των Δωριέων και πέφτει στην αφάνεια.

Ο μινωικός κόσμος.   Το πολίτευμα στη μινωική Κρήτη ήταν η βασιλεία και, όπως προαναφέρθηκε, το νησί ήταν χωρισμένο σε μικρά ανεξάρτητα βασίλεια. Με αφορμή το μέγεθος και τη λαμπρότητα των ανακτόρων της Κνωσού, που είναι πολύ μεγαλύτερα από όλα τα άλλα, πολλοί επιστήμονες υποθέτουν ότι από τη μεσομινωική περίοδο και ίσως λίγο αργότερα, ο βασιλιάς της Κνωσού ασκούσε κάποιας μορφής κυριαρχία πάνω στους άλλους ηγεμόνες του νησιού. Στα χρόνια των Αχαιών (μετά το 1400 π.Χ.) ολόκληρη η Κρήτη πέρασε κάτω από την κυριαρχία του άρχοντα της Κνωσού, της οποίας τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν, όχι όμως τόσο μεγαλόπρεπα όσο ήταν πριν.

Η βασιλική εξουσία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα και ο βασιλιάς ήταν ταυτόχρονα και ο μεγάλος αρχιερέας. Η βασιλεία όμως στην Κρήτη δεν είχε ποτέ δεσποτικό χαρακτήρα, όπως είχε στα αρχαία ανατολικά κράτη.

Από τις πληροφορίες που μας δίνουν τα ανασκαφικά ευρήματα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στην προϊστορική Κρήτη είχαν διαμορφωθεί, από την πρωτομινωική ακόμη περίοδο, διάφορες κοινωνικές τάξεις. Διαπιστώνεται μία τάξη ευγενών και πλουσίων και κάποιο ιερατείο με επικεφαλής το βασιλιά. Υπάρχει ακόμη η τάξη των αγροτών και, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας στα αστικά κέντρα, διαμορφώνεται μία μεσαία τάξη αστών, τεχνιτών και εμπόρων. Ακόμη, τα συγκροτημένα νοικοκυριά που βρέθηκαν στην ύπαιθρο, μακριά από τα αστικά κέντρα και άλλους οικισμούς, μαρτυρούν την ύπαρξη μεγάλων αγροκτημάτων με τοπικούς άρχοντες. Τα αγροκτήματα αυτά είχαν αυτάρκεια στα μέσα παραγωγής (εργαστήρια, αποθήκες κτλ.).

Χαρακτηριστική ήταν η θέση της γυναίκας στη μινωική κοινωνία. Φαίνεται ότι οι γυναίκες ήταν χειραφετημένες, όσο σε καμία άλλη περίοδο της αρχαιότητας, και έπαιρναν μέρος ελεύθερα σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής, ακόμη και στους αγώνες. Η ενδυμασία τους ήταν ιδιαίτερα κομψή.

Ξεχωριστό ρόλο διαδραμάτιζε στη ζωή της προϊστορικής Κρήτης το ανάκτορο, που δεν ήταν μόνο η έδρα-κατοικία του ηγεμόνα. Στο κτιριακό συγκρότημα του κρητικού ανακτόρου περιλαμβάνονταν χώροι για την τέλεση των θρησκευτικών τελετουργιών, πολλά εργαστήρια και μεγάλες αποθήκες για την αποθήκευση των προϊόντων. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το κρητικό ανάκτορα ήταν και θρησκευτικό κέντρο, αλλά επίσης, κέντρο βιοτεχνικής παραγωγής και ακόμη εμπορικό κέντρο, που ρύθμιζε το εξαγωγικό και το εισαγωγικό εμπόριο. Γενικά δηλαδή τα κρητικά ανάκτορα ήταν, εκτός από όλα τα άλλα, κέντρα επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Η οικονομία της Κρήτης ήταν βασικά γεωργική με κύρια προϊόντα το κρασί και το λάδι. Η μεγάλη όμως ακμή της οφείλεται στο εμπόριο, το θαλασσινό εμπόριο, που για πρώτη φορά αναπτύχθηκε σε τόσο μεγάλη έκταση.

Αν και η Κρήτη έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της στα πρώτα χρόνια της υστερομινωικής εποχής, είχε πάρει την κυριαρχία της θάλασσας από τη μεσομινωική ακόμη περίοδο. Πυκνή επικοινωνία διαπιστώνεται με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, με την Αίγυπτο, με τα νησιά και τις ακτές του Αιγαίου και προς τη Δύση, ακόμη και με την Ισπανία.

Προϊόντα εξαγωγής ήταν το λάδι, το κρασί, η ξυλεία και έργα μεταλλουργίας, ενώ αντίστοιχα εισάγονταν πρώτες ύλες, όπως χαλκός από την Κύπρο, αλάβαστρο από την Αίγυπτο, κασσίτερος κ.ά. Φαίνεται ακόμη ότι οι Κρητικοί αναλάμβαναν και θαλάσσιες μεταφορές και είναι χαρακτηριστική η πληροφορία που μας δίνουν αιγυπτιακές πηγές για μια μεταφορά ξυλείας από το Λίβανο στην Αίγυπτο. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι το μεγάλο εμπορικό ναυτικό της Κρήτης βρισκόταν στην υπηρεσία όλων των μεσογειακών λαών.

Μέσα σε αυτό το κλίμα της οικονομικής άνεσης και της ειρήνης έζησαν αιώνες ολόκληρους οι Κρητικοί της εποχής του χαλκού. Η θρησκεία τους δεν είχε τη φοβερή μορφή των ανατολικών θρησκειών και ο ηγεμόνας απείχε πολύ από τον τύπο των δεσποτικών βασιλιάδων της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Οι άνθρωποι αγάπησαν τη ζωή και τη φύση και διαμόρφωσαν έναν ανοιχτόκαρδο και χαρούμενο χαρακτήρα. Οι γιορταστικές πομπές, οι διασκεδάσεις, η ψυχαγωγία τους, τα θέματα της τέχνης τους και τα οικοδομήματά τους είναι μάρτυρες ενός σφριγηλού πολιτισμού. 


Επίβλεψη Άρθρου & Φωτογραφίας : Γεώργιος Λυμπερόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου